καταβολή
English (LSJ)
ἡ,
A throwing down: hence, sowing, Corp.Herm.9.6; esp. of begetting, κ. σπέρματος, σπερμάτων, Philol.13, Luc.Am.19, cf. Ep.Hebr.11.11, Arr.Epict.1.13.3; ἡ Ῥωμύλου σπορὰ καὶ κ. Plu.2.320b. b congenital defect, ἀπὸ ξυγγενικῆς αἰτίας καὶ κ. Plu.Tim.37. c Astrol., nativity, ἡ ἐξ ἀρχῆς κ. Vett.Val.220.29, al. 2 paying down, esp. by instalments, καταβάλλειν τὰς κ. D.59.27; τὸ ἀργύριον ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει paid money as a deposit (by way of caution), Docum.ib.37.22, cf.IG12(7).515.26 (Amorgos, ii B. C.), UPZ112v12 (pl., ii B. C.), etc.; ἔχειν τῆς γῆς . . καταβολήν liability for rent, PEleph. 23.17 (iii B. C.): pl., instalments, PLips.12.17 (iii A. D.), etc. II laying of a foundation: hence, building, structure, LXX2 Ma.2.29; τῆς ἀρχιτεκτονίας Bito 49.2; ἔργου J.AJ12.2.9: but usu. metaph., 1 foundation, beginning, ἱερῶν ἀγώνων Pi.N.2.4; τῆς περιόδου Arist.Mete.352b15; κ. ἐποιεῖτο καὶ θεμέλιον ὑπεβάλλετο τυραννίδος Plb.13.6.2; κ. κόσμου Ev.Matt.13.35,Ep.Eph.1.4; κ.κοσμική Cat.Cod.Astr.8(3).138 (Thessal.); ἡ πρώτη κ. τῆς φιλοσόφου θεωρίας Procl. in Alc.Praef.p.8C.; ἐκ καταβολῆς from the foundations: hence, anew, σκάφη ἐκ κ. ἐναυπηγοῦντο, of fresh construction, Plb.1.36.8; ἐκ κ. πλάττων, of pure invention, Id.15.25.35: hence, of set purpose, deliberately, Id.1.47.7, 24.8.9. 2 = θυσία, τελετή, Hsch., cf. κατηβολή. III periodical attack of illness, fit, τῆς ἀσθενείας Pl.Grg.519a, cf. κατηβολή; πυρετοῦ D.9.29, Ph.1.399, 2.563, cf. Aristid.Or.50(26).59, Id.2.166J.; trance, Poll.1.16; cf. Lat. catabolicus. IV detraction, abuse, Phld.Rh.2.56S.: pl., Ph.2.571 codd. V perh. outer wrapper (cf. κατάβλημα 11.4) of a bandage, Hp.Off.9.
German (Pape)
[Seite 1340] ἡ, 1) das Niederlegen, Gründen, Schaffen; ἀνθρώπων Plut. aqu. et ign. 2; κόσμου N. T. u. a. Sp.; καταβολὴν ποιεῖσθαι, den Grund legen, anfangen; übertr., τυραννίδος Pol. 13, 6, 2. Daher ἐκ καταβολῆς ναυπηγεῖν, neben ἐπισκευάζειν σκάφη, von Grund aus neue Schiffe bauen, Pol. 1, 36, 8; D. Sic. 12, 32; ähnlich ἐκ καταβολῆς κατηγορεῖν Pol. 26, 1, 9; τῆς αὐτῆς καταβολῆς γεγονέναι, dieselbe Abstammung haben, Arr. Epict. 1, 13, 3. – 2) πυρετοῦ, Fieberanfall, Dem. 9, 29; ἡ κατ. τῆς ἀσθενείας Plat. Gorg. 519 a; Hipp. min. 372 e; Harpocr. führt diese Bdtg auf die folgde zurück. Auch eine Augenkrankheit, Plut. Timol. 37, gew. Katarakt genannt. Auch θεοῦ, göttliche Begeisterung, Poll. 1, 16. – 3) das Erlegen, Bezahlen, eine in bestimmten Terminen zu zahlende Geldsumme; τῶν τελῶν Dem. 24, 98; im Gesetz 37, 22 heißt es τὸ ἀργύριον ἔφερε καταβολὴν τῇ πόλει τοῦ μετάλλου, trug dem Staate eine bestimmte Abgabe; τὰς καταβολὰς καταβάλλειν εἰς τὸ βουλευτήριον κατὰ πρυτανείαν 59, 27