ἀγχόνη
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ἡ, (ἄγχω)
A strangling, hanging, ἀγχόνης . . τέρματα A.Eu.746; ἔργα κρείσσον' ἀγχόνης deeds too bad for hanging, S.OT1374; τάδ' ἀγχόνης πέλας 'tis nigh as bad as hanging, E.Heracl.246; ταῦτ' οὐχὶ . . ἀγχόνης ἔστ' ἄξια ; Id.Ba.246; ταῦτα . . οὐκ ἀ. ; Ar.Ach.125; οἱ δ' ἀγχόνην ἥψαντο Semon.1.18: rare in Prose, ἀ. καὶ λύπη Aeschin.2.38:— in pl., ἐν ἀγχόναις θάνατον λαβεῖν E.Hel.200, cf. ib.299, HF154; αἱ ἀ. μάλιστα τοῖς νέοις Arist.Pr.954b35. II = μανδραγόρα, Ps.-Dsc. 4.75.