κατάσκιος
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ον,
A shaded or covered with, λάχνῃ δέρμα κ. Hes.Op.513, cf. Hdt.2.138, A.Ag.493, S.El.422; shaded, νῶτον Pi.Pae.6.139: later c. gen., αἰγείροιο AP9.333 (Mnasalc., v.l. αἰγείροισι): metaph. in Astrol., ἀργὸς καὶ κ. τόπος, of a region, Vett. Val.77.25; name of second τόπος, Id.179.13; of third, Cat.Cod.Astr.8(4).144. II trans., overshadowing, λόφοι A.Th.384, Ar.Ach.965 codd., cf. E.Ph. 654 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1379] beschattet, schattig; κήρυκα κατάσκιον κλάδοις ἐλαίας Aesch. Ag. 479, vgl. Suppl. 349; θαλλόν, ᾡ κατάσκιον πᾶσαν γενέσθαι χθόνα Soph. El. 414; Sp., χωρίον μεγίστοις κατάσκιον ἄλσεσι Hdn. 1, 12, 3; κράναν τ' αἰγείροισι κατάσκιον Mnasalc. 8 (IX, 333); übh. bedeckt, λάχνῃ δέρμα κατάσκιον Hes. O. 515. – Auch akt., τρεῖς κατασκίους λόφους σείει, vom Helmbusch, Aesch. Spt. 366, schattig, Schatten werfend, wie Ar. Ach. 929; ἔρνεσι κατασκίοις Eur. Phoen. 657.