πολυδάκρυος
English (LSJ)
ον, = sq.,
A μάχης πολυδακρύου Il.17.192, cf. Alc.Supp.1A7 (cj.); Ἄρης Tyrt. 11.7; ἆμαρ prob. in B.3.30; Ἅιδας E.HF427 (lyr.); ψυχή A.R.2.916; π. εἰς Ἀχέροντα CR29.196 (Oloösson); Ἴλιον Q.S.7.263.
German (Pape)
[Seite 661] = πολύδακρυς; μάχης πολυδακρύου, Il. 17, 192, nach Spitzner u. Bekk.; ψυχή, Ap. Rh. 2, 916; a. sp. D.