ἑκούσιος
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
α, ον S.Tr.727,1123, etc.; also ος, ον Id.Ph.1318, E.Supp.151, Antipho 2.2.3, Th.6.44, etc.: (ἑκών):—of actions,
A voluntary, πόνοι Democr.240 ; βλάβαι S.Ph.l.c.; φυγή E.l.c.; ἁμάρτημα Antipho 5.92, etc.; συμβόλαια Pl.R.556b; πράξεις ib.603c, al.; ἀδικήματα Id.Lg.860e, al., etc.; γυμνασιαρχία undertaken voluntarily, POxy.473.3 (ii A.D.); τὰ ἑ. voluntary acts, opp. τὰ ἀκούσια, IG1.1, X.Mem.2.1.18, Arist.EN1109b31. 2 rarely of persons, willing, acting of free will, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία S.Tr.1123 ; ἑ. ἀποθανεῖν Th.1.138. II Adv. -ίως E.Tr.1037, etc.; also ἑκουσίῳ τρόπῳ Id.Med.751 ; ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) S.Tr.727 ; καθ' ἑκουσίαν Th.8.27.
German (Pape)
[Seite 770] α, ον, auch 2 End., Thuc. 6, 44 u. sonst, freiwillig; von Menschen, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία Soph. Tr. 1113, wie Phil. 613; παῖς ἑκουσία Plat. Legg. XI, 925 a; ἑκούσιος ἀπέθανε Thuc. 1, 138; von Handlungen, die freiwillig gethan werden; τὰ ἑκούσια Xen. Mem. 2, 1, 18; ἑκούσιοι βλάβαι Soph. Phil. 1302; φυγή Eur. Suppl. 151; ἡ στρατεία Thuc. 7, 57; βίαιοι ἢ ἑκούσιαι πράξεις Plat. Rep. X, 603 c; ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια ἀδικήματα Legg. IX, 860 e; τὸ ἑκούσιον, der freie Wille, ibd.; – ἐξ ἑκουσίας (sc. γνώμης) σφαλείς, freiwillig, Soph. Tr. 724; so ἑκουσίᾳ πλημμελεῖν Dem. 21, 42, wo Bekker ἑκουσίως schreibt; καθ' ἑκουσίαν ἢ πάνυ γε ἀνάγκῃ Thuc. 8, 27; ἑκουσίῳ τρόπῳ Eur. Med. 751; – ἑκούσιόν ἐστί μοι, c. inf., ich bin bereit zu, D. Hal. 10, 27. – Adv. ἑκουσίως, Eur. Tr. 1037 u. A.