πορφύρα
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
[ῠ], Ion. πορφύρ-η, ἡ,
A purple-fish, Murex trunculus and Purpura haemastoma, S.Fr.504, Archipp.23, Arist.HA528a10, al., Speus. ap. Ath.3.86c; τρέφουσα . . πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959. II purple dye obtained from it, Sapph.44, Hdt.3.22, Isoc. 12.39, Pl.Lg.847c; ἡ π. ἡ θαλαττία Phylarch.45 J., etc.; π. βαθυτάτη Ael.NA4.36; used as an application, βρέξαντες ἐν [τῷ νάρδῳ] τὴν π. ἐπιτιθέναι Orib.Eup.3.2. III = πορφυρίς 1, Plu.Aem.23, etc.: in pl., cloths of purple, πορφύρας πατῶν A.Ag.957: collectively in sg., κωμῳδοῖς . . πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Arist.EN1123a23. IV purple stripe or other adornment of a garment, τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ', εἶτα μετὰ τὴν π. τοῦτ' ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε π. ἀλλ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη Men.561; ποτικεφάλαια . . μὴ ἔχοντα μήτε σκιὰν μήτε πορφύραν IG5(1).1390.24 (Andania, i B.C.), cf. BGU1141.41 (i B.C.), Luc.Par.58, Gal.18(2).791; π. πλατεῖα, = Lat. latus clavus, Plb.10.26.1, Demetr.Eloc.108 (pl.); π. alone, IGRom.3.1422 (Prusias). V metaph., σελήνη οὐρανοῦ π. Secund.Sent.6. (Perh. formed from πορφύρεος 11, cf. μαρμαίρω, μαρμάρεος, μάρμαρος.)
German (Pape)
[Seite 686] ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέθετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen πορφύρα πλατεῖα = latus clavus, der breite Purpurstreif an der Toga der Römer ist.