καταπλήσσω

From LSJ
Revision as of 19:14, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπλήσσω Medium diacritics: καταπλήσσω Low diacritics: καταπλήσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΩ
Transliteration A: kataplḗssō Transliteration B: kataplēssō Transliteration C: kataplisso Beta Code: kataplh/ssw

English (LSJ)

Att. καταπλήττω, fut.

   A -ξω D.21.194:—strike down, τινὸς εἰς τὴν κατακλεῖδα [ξίφος] PMag.Par. 1.300: usu. metaph., strike with amazement, astound, terrify, κατέπλησσεν ἐπὶ τὸ φοβεῖσθαι Th.2.65; ὁ φόβος κ. τὰς ψυχάς X.Cyr.3.1.25; καταπλήξειν ᾤετο τὸν δῆμον D. l. c.; κ. τοὺς ἀκροατάς, of orators, Arist.Rh.1408a25; -πλῆξαί τινα τῇ προδοσίῃ tax him with his treachery, Hdt.8.128 (v.l. -πλέξαι); browbeat, bully, POxy.237 viii 10 (ii A. D.):—Med., -πλήξασθαι τοὺς ὑπεναντίους Plb.3.89.1, cf. D.S. 11.77, Jul.Or.6.191a, etc.:—Pass., to be panic-stricken, astounded, most freq. in aor.2 and pf. (pres., Eup.159.10), κατεπλήγη φίλον ἦτορ Il.3.31; -πλαγῆναι τῷ πολέμῳ Th.1.81; τῷ πλήθει Id.4.10; μὴ -πέπληχθε ἄγαν Id.7.77: c. acc., πάνυ τοῦτ' ἐπαινῶ καὶ -πλήττομαι Eup. l.c.; τὴν ἀπειρίαν τὴν αὑτοῦ -πεπλῆχθαι Isoc.Ep.4.11; μηδὲν -πλαγέντες τὸν Φίλιππον Decr. ap. D.18.185; -πεπλῆχθαι τὸν βίον Id.37.43 codd.; -πεπληγμένοι τὸν στόλον Plb.1.20.6; to be amazed at, τὴν ἀπαθίαν τινῶν Phld.Sto.Herc.339.7: later intr. in pf. -πέπληγα, plpf. -πεπλήγη App.Mith.19, Paus.10.22.2, Luc.DMeretr.13.2: esp. in part., -πεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος D.H.6.25, etc.; τὸ περιδεὲς καὶ -πεπληγός abject terror, Plu.Comp.Pel.Marc.1.

German (Pape)

[Seite 1370] att. -πλήττω (vgl. πλήσσω), niederschlagen, bes. in Furcht oder Staunen u. Bewunderung setzen; πάντων τῶν δεινῶν ὁ φόβος μάλιστα καταπλήττει τὰς ψυχάς Xen. Cyr. 3, 1, 24; Ggstz von θρασεῖς ποιῆσαι καὶ ἐπᾶραι Dem. 18, 175; πολλοὶ καταπλήττουσι τοὺς ἀκροατὰς θορυβοῦντες Arist. rhet. 3, 7; Sp., von denen Pol. auch den aor. med. so braucht, καταπλήξασθαι βουλόμενος τοὺς ὑπεναντίους 3, 89, 1, öfter; so auch D. Sic. 5, 71, τοὺς μὲν ἀγαθοὺς πείθοντα, τοὺς δὲ φαύλους τῇ τιμωρίᾳ καὶ τῷ φόβῳ καταπληττόμενον. – Pass. erschrecken, erstaunen, bestürzt werden oder sein; κατεπλήγη φίλον κῆρ Il. 3, 31, er ward erschüttert, erschreckt im Herzen; in welcher Bdtg als aor. bei den Folgdn immer κατεπλάγην steht, z. B. καταπλαγῆναι τῷ πολέμῳ Thuc. 1, 81; c. accus., vor Einem oder Etwas erschrecken, καταπεπληγμένοι τὸν πόλεμον Pol. 4, 50, 6, öfter; οὐ καταπλαγέντες τὴν δεινότητα D. Sic. 11, 77; in Verwunderung gerathen, erstaunen, πάνυ ταῦτ' ἐπαινῶ καὶ καταπλήττομαι Eupolis bei Ath. VI, 236 f; Pol. 1, 46, 6 u. Sp. – Sp. brauchen in ders. Bdtg auch perf. II. act., καταπεπληγότες τὸ τῶν Ῥωμαίων τάχος Dion. Hal. 6, 25; vgl. Paus. 10, 22, 2 App. Mithrid. 18; τὸ καταπεπληγός, die Niedergeschlagenheit, Plut. comp. Pelop. 1.