φωνή

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωνή Medium diacritics: φωνή Low diacritics: φωνή Capitals: ΦΩΝΗ
Transliteration A: phōnḗ Transliteration B: phōnē Transliteration C: foni Beta Code: fwnh/

English (LSJ)

ἡ,

   A sound, tone, prop., the sound of the voice, whether of men or animals with lungs and throat (ἡ φωνὴ ψόφος τίς ἐστιν ἐμψύχου Arist.de An.420b5, cf. 29, HA535a27, PA664b1); opp. φθόγγος (v. φθόγγος 11):    I mostly of human beings, speech, voice, utterance, φ. ἄρρηκτος Il.2.490; ἀτειρέα φ. 17.555; φ. δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν, of Ajax' battle-cry, 15.686; of the battle-cry of an army, Τρώων καὶ Ἀχαιῶν . . φ. δεινὸν ἀϋσάντων 14.400: pl., of the cries of market-people, X.Cyr.1.2.3; ὁ τόνος τῆς φ. Id.Cyn.6.20, D.18.280, Aeschin.3.209; ὀξεῖα, βαρυτέρα, λεία, τραχεῖα φ., Pl.Ti.67b; φ. μαλακή Ar.Nu.979 (anap.); μιαρά, ἀναιδής, Id.Eq.218,638: with Verbs, φωνὴν ῥῆξαι Hdt.1.85, Ar.Nu.357 (anap.); φ. ἱέναι Hdt.2.2, 4.23, Pl.Phdr.259d, etc.; φ. ἥσει E.HF1295; προΐεσθαι Aeschin.2.23; ἀρθροῦν X.Mem.1.4.12; διαρθρώσασθαι Pl.Prt.322a; ἐντείνασθαι Aeschin.2.157; φ. ἐπαρεῖ D.19.336; φωνῇ with his voice, aloud, Il.3.161, Pi.P.9.29; εἶπε τῇ φωνῇ τὰ ἀπόρρητα Lys.6.51; διὰ ζώσης φωνῆς Anon.Geog.Epit.1p.488M.; μιᾷ φ. with one voice, Luc. Nigr.14; ἀπὸ φωνῆς, c. gen., dictated by... Choerob.in Thd.1.103 tit., Marin. in Euc.Dat.p.234 M., Olymp. in Grg.p.1 N., Pall. in Hp.2.1 D.: pl., αἱ φ. the notes of the voice, Pl.Grg.474e; σχήμασι καὶ φωναῖς Arist. Rh.1306a32: prov., φωνῇ ὁρᾶν, of a blind man, S.OC138 (anap.); πᾶσαν, τὸ λεγόμενον, φ. ἱέντα, i.e. using every effort, Pl.Lg.890d, cf. Euthd.293a; πάσας ἀφιέναι φωνάς Id.R.475a, D.18.195; φωνὰς ἀπρεπεῖς προΐεντο PTeb.802.15 (ii B. C.).    2 the cry of animals, as of swine, dogs, oxen, Od.10.239, 12.86,396; of asses, Hdt.4.129; of the nightingale, song, Od.19.521; ἄνθρωπος πολλὰς φωνὰς ἀφίησι, τὰ δὲ ἄλλα μίαν Arist.Pr.895a4.    3 any articulate sound, opp. inarticulate noise (ψόφος), φ. κωκυμάτων S.Ant.1206; ὥσπερ φωνῆς οὔσης κατὰ τὸν ἀέρα πολλάκις καὶ λόγου ἐν τῇ φωνῇ Plot.6.4.12: στοιχεῖόν ἐστι φ. ἀδιαίρετος Arist.Po.1456b22; also esp. of vowelsound, opp. to that of consonants, Pl.Tht.203b, Arist.HA535a32; in literary criticism, of sound, opp. meaning, Phld.Po.5.20 (pl.), 21.    4 of sounds made by inanimate objects, mostly Poet., κερκίδος φ. S.Fr.595; συρίγγων E.Tr.127 (lyr.); αὐλῶν Mnesim.4.56 (anap.); rare in early Prose, ὀργάνων φωναί Pl.R.397a; freq. in LXX, ἡ φ. τῆς σάλπιγγος LXX Ex.20.18; φ. βροντῆς ib. Ps.103(104).7; ἡ φ. αὐτοῦ ὡς φ. ὑδάτων πολλῶν Apoc.1.15.    5 generally, sound, defined as ἀὴρ πεπληγμένος, πληγὴ ἀέρος, Zeno Stoic.1.21, Chrysipp.ib.2.43.    II faculty of speech, discourse, εἰ φωνὴν λάβοι S.El.548; παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά Id.OC1283.    2 language, hdt.4.114, 117; φ. ἀνθρωπηΐη Id.2.55; ἀγνῶτα φ. βάρβαρον A.Ag.1051; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Id.Ch.563, cf. E.Or.1397 (lyr.), Th.6.5, 7.57, X.Cyn.2.3, Pl.Ap.17d, etc.; τῶν βαρβάρων πρὶν μαθεῖν τὴν φ. Id.Tht.163b; κατὰ τὴν Ἀττικὴν τὴν παλαιὰν φ. Id.Cra. 398d, cf. 409e.    III phrase, saying, τὴν Σιμωνίδου φ. Id.Prt. 341b; ἡ τοῦ Σωκράτους φ. Plu.2.106b, cf. 330f, etc.; of formulae, στοιχειώματα καὶ φ. Epicur.Ep.1p.4U., cf. Sent.Vat.41 (= Metrod. Fr.59); αἱ σκεπτικαὶ φ. S.E.P.1.14, cf. Jul.Or.5.162b, etc.    IV report, rumour, LXXGe.45.16.    b message, Sammelb.7252.21 (iii/iv A. D.).    V loud talk, bragging, Epicur.Sent.Vat. 45.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ, Laut, Ton, immer von lebenden Wesen, gew. von Menschen, Stimme, Rede; oft bei Hom., Hes. u. Folgdn; bes. laute, deutliche Stimme, Schlachtruf, Il. 14, 400. 15, 686. 18, 219; von Thieren, von Schweinen, Hunden, Rindern, Od. 10, 239. 12, 86. 396 (Her. 4, 129); von der Nachtigall 19, 521, Gesang; von der Schwalbe Anacr. 9, 9; vgl. Arist. H. A. 4, 9 λόγου κοινωνεῖ ὁ ἄνθρωπος, τὰ δ' ἄλλα φωνῆς; de anim. 2, 8 erkl. ψόφος ἐμψυχίου σημαντικός; u. sonst, der artikulirte Laut im Ggstz des unartikulirten, ψόφος, Schäf. D. Hal. de C. V. p. 155; doch auch κερκίδων, Soph. Ir. 522, συρίγγων, Eur. Tr. 127; – gewöhnlich die Sprache; Her. 4, 117, der verbindet φωνὴν ἱέναι, 2, 2; ὁ παῖς ἄφωνος ὑπὸ δέους καὶ κακοῦ ἔῤῥηξε φωνήν 1, 85; τἡν φωνὴν τῶν γυναικῶν οἱ ἄνδρες οὐκ ἐδυνέατο μαθεῖν, τὴν δὲ τῶν ἀνδρῶν αἱ γυναῖκες συνέλαβον 4, 114; αὐδάξασθαι φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ 2, 55; προσέννεπε φωνᾷ Pind. P. 9, 30, u. oft; εἴθ' εἶχε φωνὴν εὔφρονα Aesch. Ch. 193; ἀγνῶτα βάρβαρον κεκτημένη Ag. 1021; φωνὴν ἥσομεν Παρνησίδα Ch. 556; εἰ φωνὴν λάβοι, wenn er sprechen könnte, Soph. El. 538; Eur, oft, φωνὴν ἥσει χθών Herc. F. 1295; μαλακή Ar. Nubb. 966, μιαρά Equ. 218, ἀναιδής 636; ἐμφανῆ ποιεῖν διὰ φωνῆς Plat. Theaet. 206 d; τῇ φωνῇ μέγα λέγων Prot. 310 b; ἐν φωνῇ βαρβάρῳ τεθραμμένος 341 c, u. oft, wie Folgde; im plur., φωναί, Geschrei, Xen. Cyr. 1, 2,3; οἵας τότ' ἠφίει Φίλιππος φωνάς Dem. 18, 218; ὁ παρὼν καιρὸς μονονουχὶ λέγει φωνὴν ἀφιείς 1, 2. – Bei den Stoikern der bloße Laut im Ggstz zur λέξις.