τύπτω
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
Il.11.561, etc.: fut.
A τύψω Nonn.D.44.160, Hierocl.Facet. 200: aor. 1 ἔτυψα, Ep. τύψα, Il.13.529, al., Emp.43, Hdt.3.64, but rare in Trag. and Att., as A.Eu.156 (lyr.), [Lys.] Fr.20 S.: Att. fut. τυπτήσω Ar.Nu.1443, Pl.21. Pl.Grg.527a, D.21.204: aor. 1 ἐτύπτησα first in Arist.Pol.1274b20 (as v.l.), then Philostr.VS2.1.8, Aesop.66, Hierocl.Facet.86: aor. 2 ἔτῠπον E.Ion 766 (lyr.); Ep. part. τετυπόντες Call.Dian.61 (perh. pf. τετύποντες): pf. τέτῠφα only in Theodos.Can.p.47 H.; τετύπτηκα Poll.9.129, Philostr.VS2.10.3:— Med., Hdt.2.61, Plu.Alex.3, etc., (κατ-) Sapph.62: aor. 1 ἐτυψάμην Luc.Asin.14, (ἀπ-) Hdt.2.40: fut. (in pass. sense) τυπτήσομαι Ar.Nu. 1379:—Pass., aor. 1 ἐτύφθην Plu.Galb.26, Gp.18.17.7, Hierocl. Facet.138, Zen.2.68; ἐτυπτήθην Ph.2.323: aor. 2 ἐτύπην [ῠ] Il.11.191, Pi.N.1.53, A.Pr.363, Ar.Ach.1194 (lyr.), Alciphr.3.57: pf. τέτυμμαι Il.13.782, A.Th.889 (lyr.), Eu.509 (lyr.), inf. τετύφθαι Hdt. 3.64; τετύπτημαι Luc.Demon.16, Arg.D.54:—In Att. and LXX the fut. and aor. are supplied by πατάσσω, e.g. τύπτει . . καὶ καταβάλλει πατάξας Lys.13.71; later sts. by παίω, e.g. ὁ δὲ παίσας ἐπερωτᾷ ποτέρᾳ τετύπτηκεν Poll.9.129; the pf. by πλήσσω; the Pass. partly (esp. in pf. and aor.) by πλήσσω: a complete paradigm of this verb is given by Theodos.Can.p.43 H., al.:—beat, strike, smite, τύπτουσιν ῥοπάλοισι (sc. τὸν ὄνον) Il. 11.561; ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα 6.117; ἴχνια τύπτε πόδεσσι πάρος κόνιν ἀμφιχυθῆναι 23.764; χθόνα τύπτε μετώπῳ Od.22.86; ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς 4.580, 9.104, al.; but in Hom. mostly with weapons of war, [ξίφει], δουρί, ἄορι, Il.4.531, 13.529, 20.378; ἐγχείῃσιν 13.782 (Pass.); φασγάνῳ Od.22.98; σκήπτρῳ τυπεὶς ἐκ τῆσδε χειρός S.OT811; μάστιγι Lex ap. Aeschin.1.139 (Pass.): c. acc. cogn., τ. τινὰ σχεδίην (sc. πληγήν) Il.5.830; πληγὰς τ. τινά Antipho 4.3.1, v. infr. 111.2: the part struck is sts. in acc., γαστέρα γάρ μιν τύψε παρ' ὀμφαλόν Il.21.180, cf. Pi.N.9.26, E.Andr.1150, etc.: with a Prep., Φόρκυνα . . κατὰ γαστέρα τύψε Il.17.313; ἐγκύμονά τις ἔτυψε κατὰ γαστρός [Lys.] l.c.; τ. τινὰ εἰς τὸν ὦμον X.Cyr.5.4.5; ἐπὶ κόρρης Pl.Grg. 527a; ἐπὶ τὴν σιαγόνα Ev.Luc.6.29; τ. χαλκώματα beat pots and pans (to make a noise), Sor.2.29: abs., strike, τύπτε δ' ἐπιστροφάδην Il. 21.20, cf. Od.22.308, Ar.Ra.610; τ. καὶ πνίγων Antipho 4.1.6; Ζέφυρος λαίλαπι τύπτων beating with fury, Il.11.306, cf. Pi.P.6.14 (s. v.l.). 2 even of missiles, ἐκ χειρὸς τοῖς λίθοις τύπτοντες Plb.3.53.4; whereas Hom. opposes τύπτειν to βάλλειν, δουρὶ τυπεὶς ἢ βλήμενος ἰῷ Il.11.191 = 206, cf. 15.495, al. 3 later, sting, ὄφις υ' ἔτυψε μικρός Anacreont.33.10; ὑπὸ σφηκῶν τύπτεσθαι X.HG4.2.12, cf. Gp.l.c.; πόδα κάκτος τ. Theoc.10.4; οἱ βασιλεῖς [μελιττῶν] . . οὐ τύπτουσιν Arist. HA553b6. 4 metaph., τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν sharp grief smote him to the heart, Il.19.125; Καμβύσεα ἔτυψε ἡ ἀληθείη Hdt.3.64; ἔτυπεν ὀδύνα με πλευμόνων ἔσω E.Ion766 (lyr.); ξυμφορᾷ τετυμμένος A.Eu.509 (lyr.); ἀνίαισι τυπείς Pi.N.1.53; τύπτειν τὴν συνείδησίν τινος ἀσθενοῦσαν wound his conscience, 1 Ep.Cor.8.12; of divine punishment, ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ τύπτων LXX Ez.7.6(9); τύπτειν σε μέλλει ὁ θεός Act.Ap.23.3. 5 strike a coin, ἐξ ἀργύρου τυπτόμενον νόμισμα Hero *Mens.60. II Med. τύπτομαι, beat, strike oneself, esp., like κόπτομαι, beat one's breast for grief, Hdt.2.61: c. acc. pers., mourn for a person, ib.42,132. III Pass., to be beaten, struck, or wounded, δουρὶ τυπείς Il.11.191; ὑπὸ δουρί ib.433; δορὸς ὕπο Ar.Ach.1194 (lyr.); κράτων τυπτομένων Od.22.309. 2 c. acc. cogn., receive blows or wounds, ἕλκεα . . ὅσσ' ἐτύπη Il.24.421; τύπτομαι πολλάς (sc. πληγάς) I get many blows, Ar.Nu.972 (anap.), cf. Pax 644 (troch.), Ra.636, Lex ap.Aeschin.1.139: c. dat., καιρίῃ (sc. πληγῇ) τετύφθαι Hdt.3.64; v. supr. 1.1.
German (Pape)
[Seite 1162] schlagen; Curtius Grundz. d. Griech. Et. 2. Aufl. S. 204; Att. Prosa: τύπτω (τύπτομαι u. s. w.), τυπτήσω (Ar. Nub. 1443 Plat. Hipp. maj. 292 b), τυπτητέος (Demosth. 54, 44); Homer: τύπτουσιν, τύπτον, τυπτομένων u. dgl., τύψε(ν), τύψῃ, τύψον, τύψας, perf. pass. τετυμμένω Iliad. 13, 782, ἐτύπη, τυπείης, τυπείς; bei Andern: fut. τύψω, aor. ἐτύπτησα, aor. ἔτυπον und τέτυπον, perf. τετύπτηκα, perf. pass. τετύπτημαι, aor. pass. ἐτυπτήθην, vgl. Lob. Phryn. 764 Iac. A. P. 483 Ach. Tat. 830, fut. pass. τυπτήσομαι Ar. Nub. 1379, wofür Buttmann Ausf. Gr. Sprachl. 2. Ausg. Bd. 2 S. 87 τυπήσομαι will. – Τύπτω gehört zu den Verben, durch welche Homer nur den Angriff ἐκ χειρός bezeichnet, bei dem der Angreifende sich von der Waffe nicht trennt, wie beim Wurf und beim Schuß, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 51–70. Nach Homer ist der Gebrauch von τύπτειν freier; Hermesian. bei Athen. 13, 71 vs. 63 ὑπὸ σκολιοῖο τυπέντα τόξου, Pfeilschuß; Polyb. 3, 53, 4 τοῖς μὲν τὰς πέτρας ἐπικυλίοντες, τοὺς δ' ἐκ χειρὸς τοῖς λίθοις τύπτοντες, Steinwürfe; vgl. Soph. Aj. 255 πεφόβημαι λιθόλευστον Ἄρη ξυναλγεῖν μετὰ τοῦδε τυπείς. – Mit einem Stocke hauen, οἱ δέ τε παῖδες τύπτουσιν (τὸν ὄνον) ῥοπάλοισιν Il. 11, 560; vgl. Soph. O. R. 811; τύπτειν τῇ μάστιγι Plat. Legg. 9, 879 e; oft von scharfen Angriffswaffen, φασγάνῳ, ἄορι, ξίφεϊ, δουρί, ἔγχεσι, ἐγχείῃσι, Il. 4, 531. 13, 529. 524 u. sonst; auch ohne näher bestimmenden dat., κατὰ γαστέρα τύψεν 17, 313 Od. 22, 308; Ggstz βάλλειν Il. 11, 191. 15, 495. 20, 378. 462. 22, 68; sylleptisch, d. h. von beiden Arten der Verwundung, Wurf und Schlag zusammen, Iliad. 13, 782; – τύπτειν εἰς τὸν ὦμον Xen. Cyrop. 5, 4, 5; τὸν ἄνδρα τύπτειν τὰς πληγάς, ἐξ ὧν ἀπέθανεν Antiph. 4 γ 1. – Auch von Bienen, Skorpionen, Schlangen, = stechen. – Uebertragen, ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῖαν, verwundete ihn tief in der Seele, Il. 19, 125; ἡ ἀληθηΐη ἔτυψε Καμβύσεα, die Wahrheit traf, verletzte den Kambyses, Her. 3, 64; ἀνίαις τυπείς, Pind. N. 1, 53; ξυμφορᾷ τετυμμένος Aesch. Eum. 485; διανταῖος ἔτυπεν ὀδύνα με Eur. Ion. 766. – Ohne feindlichen Sinn, Iliad. 6, 117 ἀμφὶ δέ μιν σφυρὰ τύπτε καὶ αὐχένα δέρμα κελαινόν, ἄντυξ; ἅλα τύπτειν ἐρετμοῖς, das Meer mit Rudern schlagen, Od. oft; χθόνα μετώπῳ τύπτειν, den Erdboden mit der Stirn schlagen, zu Boden stürzen, 22, 86; ἴχνια πόδεσσι τύπτειν, die Spur mit den Füßen treten, Il. 23, 764; νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ, βαθείῃ λαίλαπι τύπτων, mit Sturmesgewalt peitschend, 11, 306; vgl. Pind. P. 6, 14; Folgde. – Med. sich schlagen, bes. sich die Brust schlagen, als Zeichen der Trauer, Her. oft; τύπτεσθαί τινα, Einen betrauern, 2, 42. 61. 132; Plut. Alex. 3 διέθεον τὰ πρόσωπα τυπτόμενοι καὶ βοῶντες. – Pass. geschlagen, verwundet werden, δουρὶ νῶτα τυπέντα Pind. N. 9, 26; πλευρὰ φασγάνῳ τυπείς Eur. Andr. 1151; auch die Verwundung, der Schlag im accus. dabei, Schläge, Wunden empfangen, ἕλκεα, ὅσσ' ἐτύπη Il. 24, 421; τύπτομαι πολλάς, sc. πληγάς, ich bekomme viele Schläge, Ar. Nubb. 959; τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι πεντήκοντα πληγάς Aesch. 1, 139.