ἐλέγχω

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → there is no possession lovelier than a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλέγχω Medium diacritics: ἐλέγχω Low diacritics: ελέγχω Capitals: ΕΛΕΓΧΩ
Transliteration A: elénchō Transliteration B: elenchō Transliteration C: elegcho Beta Code: e)le/gxw

English (LSJ)

Od.21.424, etc.: fut.

   A ἐλέγξω Ar.Nu.1043, etc.: aor. ἤλεγξα Il.9.522, etc.:—Pass., fut. ἐλεγχθήσομαι Antipho 2.4.10, X.Mem.1.7.2: aor. ἠλέγχθην Antipho l.c., Pl.Grg.458a, etc.: pf. ἐλήλεγμαι Id.Lg.805c: 3sg. ἐλήλεγκται Antiphol.c. (ἐξ-ηλεγμένοι is f.l. in Lys. 6.44): plpf. ἐξ-ελήλεγκτο D.32.27:—disgrace, put to shame, μῦθον ἐ. treat a speech with contempt, Il.9.522; ἐ. τινά put one to shame, Od. 21.424.—This usage is only Ep.    II cross-examine, question, Hdt.2.115, Pl.Ap.18d, etc.; μὴ 'λεγχε τὸν πονοῦντα A.Ch.919; φύλαξ ἐλέγχων φύλακα S.Ant.260; τί ταῦτ' ἄλλως ἐλέγχεις ; Id.OT333, cf. 783; ἔλεγχ', ἐλέγχου Ar.Ra.857; ἐ. τινὰ περί τινος Id.Pl.574; ἕνεκά τινος Antiph.207.10; τὰς ἀρχὰς βασάνοις χρώμενοι ἐλεγχόντων Pl. Lg.946c: c. acc. et inf., accuse one of doing, E.Alc.1058:—Pass., to be convicted, Hdt.1.24,117; ἐλεγχόμενοι εἴ τι περιγένοιτο τῶν χρημάτων D.35.36, cf. Pl.Prt.331c, 331d: with part., ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Antipho 2.3.9, cf. 2.4.10; ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν X.Mem.1.7.2.    2 test, bring to the proof, ἀνδρῶν ἀρετὰν παγκρατὴς ἐλέγχει ἀλάθεια B.Fr. 10.2; πρᾶγμ' ἐ. A.Ag.1351 (Pass., τὸ πρᾶγμ' ἐλεγχθέν Ar.Ec.485); λόγον Pl.Sph.242b (Pass., Id.Tht.161e): with subject. clause, ἐ. τινά, εἰ... A.Ch.851, Ar.Eq.1232.    3 prove, τοῦτο ἐ. ὡς . . Pl.Phdr.273b, cf. Sph.256c: abs., bring convincing proof, ὡς ἡ ἀνάγκη ἐ. Hdt.2.22; αὐτὸ τὸ ἔργον ἐ. Th.6.86; περί τινος D.21.5.    4 refute, confute, τινά or τι, Pl.Grg.470c, al., D.28.2, Luc.Nigr.4:—Pass., Pl.Tht.162a; χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει proves that they avail not, AP5.216 (Paul. Sil.).    b put right, correct, prove by a reductio ad impossibile, ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arist.SE 170a24; παράδοξα ἐ. Id.EN1146a23.    5 get the better of, στρατιὰν ὠκύτατι ἐ. Pi.P.11.49, cf. D.P.750, Him.Or.1.16.    6 expose, τινὰ ληροῦντα Pl.Tht.171d, cf. X.Mem.1.7.2, M.Ant.1.17; betray a weakness, Democr.222.    7 decide a dispute, ἀνὰ μέσον τῶν δύο LXX Ge. 31.37.

German (Pape)

[Seite 794] (perf. pass. ἐλήλεγμαι, s. ἐξελ.), 1) verschmähen, verachten; τῶν μὴ σύ γε μῦθον ἐλέγξῃς μήτε πόδας Il. 9, 518; Schande machen, οὔ σ' ὁ ξένος ἐνὶ μεγάροισιν ἐλέγχει ἥμενος Od. 21, 424. Sonst gew. – 2) überführen, widerlegen u. dadurch beschämen; ἐμπεσεῖν δοκεῖ καὶ πρᾶγμ' ἐλέγχειν Aesch. Ag. 1324; τινὰ περί τινος, Ar. Plut. 574; ὡς οὐ καλῶς λέγομεν ἐλέγξας Plat. Soph. 259 a; οὐχὶ κἂν παῖς σε ἐλέγξειεν, ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγεις Gorg. 470 c; τούτων μήτε ἐλεγχθέντων μήτε ὁμολογηθέντων Soph. 241 d; geradezu = verwerfen; ἐληλεγμένων μοι τῶν φιλτάτων Luc. Nigr. 4. Uebh. darthun, zeigen (von welcher Art Etwas sei, τὸ σῶμα Anacr. 15, 32); ὡς ἅπαντά ἐστιν ὅμοια ἀλλήλοις Plat. Prot. 331 e; Soph. 256 c; εἰ ταῦτα ἦν μὴ ἱκανῶς ἔργοις ἐληλεγμένα, ὅτι δυνατὰ γενέσθαι, wenn die Möglichkeit nicht durch die That erwiesen wäre, Legg. VII, 805 c. Auch c. part., εὐθὺς ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν Xen. Hem. 1, 7, 2; ἐμὲ ἐλέγξας ληροῦντα Plat. Theaet. 171 d. Bei Pind. στρατιὰν ὠκύτητι, P. 11, 49, geradezu = besiegen, wie bei sp. D. – Ausforschen, ausfragen, untersuchen, (um darthun zu können, von welcher Art Etwas sei); ἰδεῖν ἐλέγξαι τ' αὖ θέλω τὸν ἄγγελον Aesch. Ch. 838; πότερον τὸ σὸν πάθημ' ἐλέγχω πρῶτον Soph. Phil. 338, vgl. O. R. 333. 783; καθίστησιν ἑαυτὸν εἰς κρίσιν τοῖς βουλομένοις περὶ αὐτῶν ἐλέγχειν Thuc. 1, 131; λόγον Plat. Soph. 241 b; τὰς ἀρχὰς πάσας πάσαις βασάνοις χρώμενοι (alle Mittel der Untersuchung anwendend) ἐλεγχόντων, die Amtsverwaltung prüfen, Legg. XII, 946 c; τοὺς αἰχμαλώτους ἤλεγχον τὴν κύκλῳ πᾶσαν χώραν τίς ἑκάστη εἴη, sie fragten sie aus, was für ein Land ein jedes sei, Xen. An. 3, 5, 14, wie 4, 1, 23. – Mit dem Ueberführen ist oft ein Zurechtweisen, Tadeln verbunden; μὴ λεγχε τὸν πονοῦντ' ἔσω καθημένη Aesch. Ch. 906; ὑπὲρ ὧν ἡμάρτανον ἐλεγχόμενοι ἤχθοντο, sie ärgerten sich, daß sie über ihre Fehler zurechtgewiesen, getadelt wurden, Xen. Hem. 1, 2, 47; 2, 2, 9; bei Soph. φύλαξ ἐλέγχων φύλακα, Ant. 260, ist es mehr ein Schelten.