κατήφεια

From LSJ
Revision as of 19:10, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_5)

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατήφεια Medium diacritics: κατήφεια Low diacritics: κατήφεια Capitals: ΚΑΤΗΦΕΙΑ
Transliteration A: katḗpheia Transliteration B: katēpheia Transliteration C: katifeia Beta Code: kath/feia

English (LSJ)

Ion. and Ep. κατηφ-είη, ἡ, (κατηφής)

   A dejection (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Plu.2.528e), δυσμενέσιν μὲν χάρμα κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il.3.51; κ. καὶ ὄνειδος 16.498, 17.556; κ. τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75; opp. χαρά, Ep.Jac.4.9; δυσθυμία καὶ κ. Plu.Them.9; τὴν βουλὴν ἄχος καὶ κ. ἔσχε Id.Cor.20, cf. D.H.3.19, Corn.ND28, Charito 6.8; κ. καὶ σύννοια Ph.2.204; κ. καὶ ὀϊζύς Rhian. 1.8.

German (Pape)

[Seite 1401] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ ὄνειδος 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ δυσθυμία, Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ ἄχος Coriol. 20, καὶ σιωπή Public. 6; Philo u. a. Sp.