κατήφεια
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
Ion. and Ep. κατηφ-είη, ἡ, (κατηφής)
A dejection (λύπη κάτω βλέπειν ποιοῦσα Plu.2.528e), δυσμενέσιν μὲν χάρμα κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il.3.51; κ. καὶ ὄνειδος 16.498, 17.556; κ. τέ τις ἅμα καὶ κατάμεμψις σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75; opp. χαρά, Ep.Jac.4.9; δυσθυμία καὶ κ. Plu.Them.9; τὴν βουλὴν ἄχος καὶ κ. ἔσχε Id.Cor.20, cf. D.H.3.19, Corn.ND28, Charito 6.8; κ. καὶ σύννοια Ph.2.204; κ. καὶ ὀϊζύς Rhian. 1.8.
German (Pape)
[Seite 1401] ἡ, ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυσμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ ὄνειδος 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ δυσθυμία, Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ ἄχος Coriol. 20, καὶ σιωπή Public. 6; Philo u. a. Sp.