κλάδα
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
κλάδας, metapl. acc. sg. and pl. of κλάδος (q.v.):—but κλᾷδα, κλᾷδας, Aeol. and Dor. acc. sg. and pl. of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] u. κλάδας, accus. zu κλάδος, w. m. s.