impenetrable
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Inaccessible: ἄβατος (Xen.), P. δύσβατος, δυσπρόσοδος. Unbreakable: V. ἄρρηκτος. Thick: P. and V. πυκνός. Lying in an impenetrable forest: V. ἐν ὕλῃ κείμενος δυσευρέτῳ (Eur., Bacch. 1221). Undiscoverable: P. and V. ἀσαφής, ἀφανής, ἄδηλος, V. δυσεύρετος, δυστέκμαρτος, ἀξύμβλητος, δυσμαθής; see also secret.