ἅζω
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
v. sub ἅζομαι.
German (Pape)
[Seite 43] (ἅγος, ἄγαμαι, s. Buttmann Lexil. I, 236), verehren, act. nur Soph. O. C. 133 ch. – Sonst nur med., praes. u. impf., Ehrfurcht haben, Ἀπόλλωνα Il. 1, 21, θεόν 5, 434, μητέρα Od. 17, 401, ξείνους 9, 478, ἅζετο γὰρ μὴ νυκτὶ θοῇ ἀποθὐμια ἔρδοι Il. 14, 261; auch absol., ἁζόμενοι, aus frommer Scheu, Od. 9, 200; mit dem inf. Il. 6, 267, wie Eur. Alc. 336 u. sonst; ἀμφὶ σοί, τί ἐξανύσεις Soph. O. R. 155.
Greek (Liddell-Scott)
ἅζω: ἴδε ἐν λ. ἅζομαι.