προσανατίθημι
οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.
English (LSJ)
A offer or dedicate besides, δηνάρια πεντακισχίλια CIG 2782.44 (Aphrodisias); τῷ θεῷ -τεθεικὼς ἅπαντα Jul.ad Them.267b; τὴν παρθενίαν θεῷ Suid. s.v. Πουλχερία:—Med., take an additional burden on oneself, X.Mem.2.1.8; but π. τινί τι contribute of oneself to another, Ep.Gal.2.6. 2 ascribe, τινί τι Porph. ap. Eus.PE3.11. II προσανατίθεσθαί τινι take counsel with one, Chrysipp.Stoic.2.344, Phld.Vit.p.31 J., Ep.Gal.1.16, Luc.JTr.1; τοῖς μάντεσι περί τινος D.S.17.116; refer a matter for consideration, PTeb.99.5 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 750] (s. τίθημι), noch dazu eine Last auflegen, τινί τι, med. sich noch dazu eine Last auflegen lassen, sie übernehmen, τί, Xen. Mem. 2, 1, 8; – τινί, sich Einem anvertrauen, ihn um Rath fragen, τοῖς μάντεσι, D. Sic. 17, 116; Luc. Iov. Trag. 1.
Greek (Liddell-Scott)
προσανατίθημι: ἀνατίθημι, ἀφιερῶ προσέτι, δηνάρια, Συλλ. Ἐπιγρ. 2782. 44· τὴν παρθενίαν τῷ θεῷ προσανέθηκε Σουΐδ. ἐν λ. Πουλχερία. ― Μεσ., ἀναλαμβάνω πρόσθετον βάρος, ἀλλὰ προσανατίθεσθαι καὶ τὸ τοῖς ἄλλοις πολίταις ὧν δέονται πορίζειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 8· ἀλλά, ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, διότι εἰς ἐμὲ οἱ ἐπισημότεροι οὐδὲν περισσότερον προσέθηκαν, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 6. ΙΙ. προσανατίθεμαί τινι, συσκέπτομαι μετά τινος, Χρύσιππ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. νεοττός, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 1, Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. α΄, 16· τινι περί τινος Διόδ. 17. 116.