εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
Full diacritics: συνωριαστής | Medium diacritics: συνωριαστής | Low diacritics: συνωριαστής | Capitals: ΣΥΝΩΡΙΑΣΤΗΣ |
Transliteration A: synōriastḗs | Transliteration B: synōriastēs | Transliteration C: synoriastis | Beta Code: sunwriasth/s |
οῦ, ὁ,
A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.