ἀντεμφαίνω

Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A oppose by a counter-statement, ἀ. ταῖς ἀποφάσεσιν Plb.18.28.12.

German (Pape)

[Seite 246] dagegen anzeigen, widersprechen, τινί, Pol. 18, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεμφαίνω: μέλλ. -φᾰνῶ, ἰσχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, ἀντιλέγω, χάριν τοῦ μηδὲν ἀντεμφαίνειν ταῖς ἡμετέραις ἀποφάσεσιν Πολύβ. 18. 11, 12: - ὡσαύτως, ἀντεμφανίζω, «ἀντεμφανίζων· ἀντιδεικνύς» Ἡσύχ.