μέλι
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
τό, gen. ῐτος, etc.; dat.
A μέλι Philox.3.17; gen. pl. μελίτων Emp.128.7 (nisi leg. μελιτῶν, cf. μελιτόν):—honey, Od.20.69, etc.; μ. χλωρόν Il.11.631, Od.10.234, Xenoph.38.1; ξανθόν Simon.47; παμφαές A. Pers.612; τὸ μέλι τἀττικόν Ar. Pax252, cf. Men.708; various kinds, Thphr. Fr.190; said to be made from the palm (φοῖνιξ), Hdt.1.193, cf.4.194; μ. θανάτου σύμβολον Porph. Antr.18. 2 in comparisons, of anything sweet, esp. of eloquence, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, cf. Pi. O.10 (11).98; Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ar. Fr.581; ὕπνος γλυκίων μέλιτος Mosch.2.3; ἡ τῶν ἀνδρῶν [χολή] ἐστι πρὸς ἐκείνην μέλι Alex.146.6: prov. μήτε μοι μ. μήτε μέλισσα, of those who refuse to take 'the rough with the smooth', Sapph.113. II sweet gum collected from certain trees, manna, Arist. Mir.831b23; τὸ ὕον μ. Polyaen.4.3.32; μ. ἄγριον, μαινόμενον, D.S.19.94, Str.12.3.18. (Cf. Goth. milip, Lat. mel.)
German (Pape)
[Seite 122] ιτος, τό, Honig, mel, Hom. u. Folgde überall; γλυκερόν, Od. 20, 69 u. öfter, χλωρόν, Il. 11, 630, γλυκίων μέλιτος αὐδή, 1, 249; παμφαές, tropfenhell, Aesch. Pers. 604; γλυκεῖαι μέλιτος ῥοαί, Eur. Bacch. 710; μέλι καὶ γάλα, Plat. Ion 534 a, u. sonst oft neben einander genannt; μέλιτι καρποὶ δεδευμένοι, Legg. VI, 782 c; ὕον μέλι, das persische Manna, Polyaen. 4, 3, 32; auch übertr. wie bei uns, vgl. Alexis bei Ath. XIII, 558 e. Nach Mein. auch indeclinabel, Philoxen. bei Ath. IV, 147 b ξανθαὶ μέλι καρίδες, wo sonst μελικάριδες gelesen wird.
Greek (Liddell-Scott)
μέλῐ: τό, γεν. -ιτος, κτλ.· δοτική τις μέλι παρὰ Φιλοξέν. κατὰ τὸν Meineke ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 3. 641· γεν. πληθ. μελίτων ἐν Ἐμπεδ. 423 (ἔνθα ὁ Sturz, 311, ξουθῶν σπονδὰς μελιτῶν, ὡς ποιητ. τύπ. τοῦ μελισσῶν)· περὶ τῆς καταλήξ. ἴδε πέπερι· (πρβλ. μέλισσα, Λατ. mel, mul-sum Γοτθ. mil-ith (μέλι)· πρβλ. μειλίσσω)· - ὡς καὶ νῦν, ἦν δὲ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς παλαιοῖς ὥσπερ νῦν ἡ σάκχαρις, Ὀδ. Κ. 234, Υ. 68· μ. χλωρὸν Ἰλ. Μ. 631· παμφαὲς Αἰσχύλ. Πέρσ. 612· - τὸ Ἀττικὸν μέλι ἦτο περίφημον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 252, Θεσμ. 1192, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 160· τὰ δὲ διάφορα εἴδη αὐτοῦ διακρίνει ὁ Θεόφρ. ἐν τοῖς Ἀποσπ. 18· λέγεται δὲ ὅτι παρεσκευάζετο καὶ ἐκ φοινίκων ὑπ’ ἀνθρώπων, Ἡρόδ. 1. 193, πρβλ. 4. 194. 2) μεταφορ., ἐπὶ παντὸς γλυκέος πράγματος, μάλιστα ἐπὶ εὐγλωττίας, μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249· πρβλ. Πινδ. Ο. 10 (11). 118· Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχρισμένου (πρβλ. μέλισσα ΙΙ. 1) Ἀριστ. Ἀποσπ. 231· ἐπὶ ὕπνου, Μόσχ. 2. 3· πικράν τε καὶ μεστὴν γυναικείας χολῆς· ἡ τῶν γὰρ ἀνδρῶν ἐστι πρὸς ἐκείνην μέλι Ἄλεξ. ἐν «Μάντεσι» 1. 6· λάθοις τὴν γλῶσσαν ἐς μέλι πλύνας Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 92. ΙΙ. γλυκὺ κόμμι, συλλεγόμενον ἔκ τινων δένδρων, μάννα, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 17· τοῦ ὕοντος μέλιτος, τοῦ ῥέοντος μέλιτος, κατὰ τὸν Λατῖνον μεταφραστ., ἀλλὰ τὸ χωρίον φαίνεται ἐφθαρμένον, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπῳ (σελ. 345), Πολύαιν. 4. 3, 32· πρβλ. ἐλαιόμελι. - Παράβαλ. μελιηδής, -κρᾶτος, -φρων, -γηρυς.