ον, gen. ονος,
A pitiless, merciless, S.Fr.659.8, AP7.303 (Antip. Sid.).
ἀνοικτίρμων: -ον, ονος, ὁ μὴ οἰκτίρμων, ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303.