ἀμαλδύνω
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
(ἀμαλός) Ep. (not in Od.) and Ion. word, properly,
A soften, mitigate, ἐλπωρὴ ἀμαλδύνει κακότητα Q.S.1.73, cf. 13.401; but in early Ep. crush, destroy, τεῖχος ἀμαλδῦναι Il.12.18; bring low, συμφορὰ ἐσθλὸν ἀμαλδύνει B.13.3; put an end to, τὴν διὰ τοῦ ὀμφαλοῦ πνοήν Hp.Nat.Puer.17; use up, squander, χρήματα Theoc.16.59; weaken, ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr.2.174:—Pass., ὥς κεν . . τεῖχος ἀμαλδύνηται Il.7.463; ἀμαλδυνθήσομαι Ar.Pax380; ὄμματα ἀ. Hp.Mul. 2.201; ἀ. ἡ δίοδος τῆς γονῆς Id.Genit.2; ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν AP6.18 (Jul.); neglect, waste, Democr.202. 2 metaph., conceal, disguise, εἶδος h.Cer.94, cf. A.R.1.834; efface, στίβον Id.4.112.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαλδύνω: [ῡ], (ἀμαλός) Ἐπ. ῥῆμα (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.) = ἁπαλύνω, μαλακὸν ποιῶ, ἐξασθενίζω, ἐντεῦθεν συντρίβω, καταστρέφω, ἐξαφανίζω, ἐξαλείφω, τεῖχος ἀμαλδῦναι, Ἰλ. Μ. 18· στίβον, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 112: δαπανῶ, ἀναλίσκω, κατασπαθῶ, χρήματα, Θεόκρ. 16. 59: - Παθ. ὥς κεν... τεῖχος ἀμαλδύνηται, Ἰλ. Η. 463· ἀμαλδυνθήσομαι, Ἀριστοφ. Εἰρ. 380· ἀμαλδυνθεῖσα χρόνῳ περικαλλέα μορφήν, Ἀνθ. Π. 6. 18: παραμελῶ, κακῶς μεταχειρίζομαι, Δημόκρ. παρ’ Ὀρελλίῳ 194. 2) μεταφορ., κρύπτω, ἀποκρύπτω, μεταβάλλω, καθιστῶ ἀγνώριστον, εἶδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 94, πρβλ. ἀπαμαλδύνω.