τιμήεις

From LSJ
Revision as of 10:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_8)

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμήεις Medium diacritics: τιμήεις Low diacritics: τιμήεις Capitals: ΤΙΜΗΕΙΣ
Transliteration A: timḗeis Transliteration B: timēeis Transliteration C: timieis Beta Code: timh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, acc. τιμήϝεντα (τιμετε[ lapis) prob. in Supp.Epigr.4.44 (Sicily); contr. τιμῆς Il. 9.605; acc.

   A τιμῆντα 18.475; Dor. τιμάεις BCH21.599 (Delph., iv B.C.); pl. τιμάεντες Pi.I.4(3).7(25); Pamphyl. fem. τιμάϝεσα Schwyzer 686.6:—honoured, esteemed, of men or gods, Il.9.605, Od.13.129, 18.161: Comp., τιμηέστερος πέλεται 1.393.    2 of things, prized, costly, χρυσός Il.18.475, Od.8.393; δῶρον 1.312: Sup., [δῶρον] τιμηέστατον 4.614, 15.114; ἐμπόλημα -έστατον Com.Adesp.1226: Dor. contr. Sup. τιμαστάτων (gen. pl.) may perh. be restored in Archyt. ap. Stob.1.48.6 (τιμαιέτατων, τιμαετάτων, τιμαοτάτων codd., τιμαεστάτων cj. Gaisf.).

German (Pape)

[Seite 1115] εσσα, εν, zsgzgn τιμῇς, Il. 9, 605, acc. τιμῆντα, Il. 18, 475, u. dor. τιμᾶντα, Pind.; geschätzt, geehrt, in Ansehen stehend; von Menschen, Od. 13, 129. 18, 160; von Sachen, werthvoll, kostbar, χρυσός, δῶρον, Od. 1, 312. 8, 393. 11, 327; τιμηέστερος, 1, 393; superl. τιμηέστατος, 4, 614. 15, 114; τιμάεντες, Pind. I. 3, 25; und einzeln bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμήεις: εσσα, εν· συνῃρ. τιμῇς Ἰλ. Ι. 605· αἰτ. τιμῆντα Σ. 475· Δωρ. τιμάεις Πινδ. Ι. 4. 12 (3. 25)· - τετιμημένος, ἔντιμος, ἐκτιμώμενος ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 605 (601), Ὀδ. Ν. 129., Σ. 161. -Συγκρ., τιμηέστερος πέλεται Α. 393. 2) ἐπὶ πραγμάτων, βαρύτιμος, πολύτιμος, χρυσός Ἰλ. Σ. 475, Ὀδ. Θ. 393· δῶρον Α. 312· ὑπερθετ., τιμηέστατον δῶρον Δ. 614., Ο. 114· ἐμπόλημα τιμηέστατον Κωμ. Ἀνών. 36.