κάλλυντρον
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
τό,
A broom, brush, Cleanth.Stoic.1.130, Plu.Dio55; ἀντὶ τοῦ δόρατος κ. φέρων Anon. ap. Suid. II an unknown shrub, Arist.HA553a20.
German (Pape)
[Seite 1312] τό, ein Geräth zum Schönmachen, Putzen, Reinigen, bes. der Besen, B. A. 14, 12; Plut. Dion. 55. – Der Schmuck, S. Emp. adv. eth. 73; bes. weiblicher Kopfputz. – Bei Arist. H. A. 5, 21 eine Blume, vielleicht gleich κήρινθος.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλυντρον: τό, ἐργαλεῖον πρὸς καθαρισμόν, σάρωθρον, «σκοῦπα», Πλουτ. Δίων 55, Κλήμ. Ἀλ. 238. ΙΙ. κόσμημα, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· «κάλλυντρα· σκόλοπες, χάρακες, κοσμητήρια» Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἄγνωστος θάμνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 1.