ἀήρ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ἀέρος, Hom. ἀήρ, ἠέρος; Ion. nom. ἠήρ Hp.
A Aër.6,al., Aret. CA2.3; Aeol. αὐήρ Sch.Pi.P.2.52; Dor. ἀβήρ (i.e. ἀϜήρ) Hsch.:— fem. in Hom. and Hes. (exc. Op.549), Anaxag. ap. Thphr.Sens.30; from Hdt downwds. masc. (Il.5.776, 8.50, h.Cer.383 cannot be quoted for the masc. usage, since there πουλύς and βαθύς need not be masc.):—in Hom. and Hes. always mist, haze, not (as Aristarch.) lower air (opp. αἰθήρ, q.v.); [ἐλάτη] μακροτάτη πεφυυῖα δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.14.288, cf. Anaxag.1, Ar.Nu.264sq.; περὶ δ' ἠέρα πουλὺν ἔχευεν Il.5.776, cf. 3.381, 8.50; ἠέρα μὲν σκέδας εν καὶ ἀπῶσεν ὀμί χλην 17.649; τρὶς δ' ἠέρα τύψε βαθεῖαν 20.446; rare in Prose, Hp. l.c. 2 later, generally, air, Anaxim.1, Emp.17.18, S.El.87, Ar. Av.187,694, etc.; πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβειν in the open air, Ar.Nu.198, cf.Teles p.11.3 H., Luc.Anach.24; τὸν ἀέρ' ἕλκειν καθαρόν Philyll.20, cf. Philem.119; ἔσπασας τὸν ἀ. τὸν κοινόν Men.531.7; ἀέρα δέρειν 1 Ep.Cor.9.26; εἰς ἀέρᾳ λαλεῖν ib.14.9:—in pl., Pl.Phd.98c, 98d; climates, Hp.Aër. tit., cf. Men.Rh.p.383 S.; of mephitic exhalations, Str.5.4.5. 3 personified, ὦ δέσποτ' ἄναξ ἀμέτρητ' Ἀ. Ar.Nu.264; Ἀ. ὃν ἄν τις ὀνομάσειε καὶ Δία Philem.91.4, cf. Diph.126.6. II hot-air room in baths, Gal.11.14. 2 volume, Hero *Stereom.57,al. III a pigment, sky-blue or grey, Id.Aut.28.3. [ᾱ, except in Arist.Fr. 642, Ps.-Phoc.[108].]
German (Pape)
[Seite 44] έρος, Hom. u. Ion. ἠέρος, s. ἠήρ, von Her. an ὁ, bei Hom. u. Hes. ἡ, Il. 5, 776. 8, 50 ἠέρα πουλύν, H. h. Cer. 383 βαθὐν wird das masc. adj. homerisch kür das fem. gebraucht, s. die Beispiele Friedlaend. Ariston. p. 31, vgl. Buttmann Lexil. 1, 115 si; vielleicht verw. ἄημι, vgl. Plat. Crat. 410 b; die untere, dickere Luft, im Ggstz der oberen, reineren, αἰθήρ, weichen Unterschied namentlich Homer strenge festhält, s. Lehrs Aristarch. 167 ff, lehrreich z. B. Iliad. 14, 288 εἰς ἐλάτην ἀναβὰς περιμήκετον, ἣ τότ' ἐν Ἴδῃ μακροτάτη πεφυυῖα δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν, dah. Nebel, Dunkelheit, der αἴθρη entgegengesetzt, 17, 644, u. so oft in Vbdgn wie ἐκάλυψε δ' ἄρ' ἠέρι πολλῇ 3, 381; ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμένοι, von den Cimmeriern, Od. 11, 15; οἵη ἐκ νεφέων ἐρεβεννὴ φαίνεται ἀήρ Il. 5, 864, schwarzes Gewölk steigt auf; ἠέρα ἑσσαμένω, in Dunkelheit gehüllt, 14, 282; αὑτὰρἈθήνη πολλὴν ἠέρα χεῦε Od. 7, 15, verbreitete Nebel; ἀὴρ παρὰ νηυσὶ βαθεῖ' ἦν οὐδὲ σελήνη προύφαινε 9, 144. Bei den Folgenden: Luft überhaupt, als Element neben πῦρ, ὕδωρ u. γῆ betrachtet, z. B. Plat. Legg. X, 891 c;. – εἰς ἀέρα λαλεῖν, in den Wind sprechen; ἀέρα δέρειν N. T., Lufthiebe führen. – Bei Soph. El. 87 u. sp. D. ᾰ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀήρ: ἀέρος, παρ’ Ὁμ. ἀήρ, ἠέρος, ἐνῷ ὁ Ἱππ. (Ἀέρ. 282, 290) ἔχει τὴν ὀνομ. ἠήρ, Αἰολ. αὐήρ, Δωρ. ἀβήρ, (ὅ ἐ. ἀFήρ), Ahrens π. Αἰολ. δ. 39, Δωρ. 491: ― θηλυκὸν παρ’ Ὁμ. κ. Ἡσιόδ. (πλὴν ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 547)· ἀπὸ δὲ Ἡροδ. κ. ἐφεξῆς ἀρσ., (τὰ ἐν Ἰλ. Ε. 776., Θ. 50, Ὕμν. εἰς Δήμ. 383 δὲν δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς παραδείγματα χρήσεως τῆς λέξεως κατὰ ἀρσ. γένος, ἐπειδὴ ἐν τοῖς χωρίοις τούτοις τὸ πουλὺς κ. βαθὺς δὲν εἶναι ἀναγκαίως ἀρσενικά)· οὕτως aër ἦτο θηλυκὸν παρ’ Ἐνν. Γελλ. 13. 20. Παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδῳ τὸ κατώτερον μέρος τοῦ ἀέρος ἢ ἡ ἀτμόσφαιρα, ὁ πυκνὸς ὁμιχλώδης ἀὴρ ὁ περιβάλλων τὴν γῆν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αἰθέρα, ὅστις εἶναι ὁ καθαρὸς ἀνώτατος ἀήρ· (ἴδε ἰδίως Ἰλ. Ξ. 288, ἔνθα ὑψηλὴ ἐλάτη μακροτάτη πεφυυῖα δι’ ἠέρος αἰθέρ’ ἵκανεν, καὶ πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 264 κἑξ.). Ἐντεῦθεν, ὁμιχλῶδες σκότος, ὁμίχλη, σκοτία, περὶ δ’ ἠέρα πουλὺν ἔχευεν, Ἰλ. Ε. 776· πρβλ. Γ. 381., Θ. 50: ― ἠέρα μὲν σκέδασε καὶ ἀπῶσεν ὀμίχλην, Ρ. 649· τρὶς δ’ ἠέρα τύψε βαθεῖαν, Υ. 446· οὕτως ἐνίοτε παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. πρβλ. ἠέριος, ἠεροειδής: ― ἀλλὰ μετέπειτα, 2) καθόλου, ἀήρ, Σοφ. Ἠλ. 87, Ἀριστοφ. Ὄρ. 693., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· πρὸς τὸν ἀέρα διατρίβειν = εἰς τὸ ὕπαιθρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 198· τὸν ἀέρα ἕλκειν καθαρόν, Φιλύλλ. Ἄδηλ. 1· πρβλ. Φιλήμ. Ἄδηλ. 27α. ἔσπασας τὸν ἀ. τὸν κοινόν, Μένανδ. Ἄδηλ. 2. 7: ― ἀέρα δέρειν (πρβλ. Οὐεργίλ. verbarat auras). Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Α΄ θ΄, 26: ― κατὰ πληθ. Πλάτ. Φαίδων 98C, D· (περὶ μιασματικῶν ἀναθυμιάσεων Στράβ. 244.) 3) κατὰ προσωποποιΐαν, Ἀήρ, ὃν ἄν τις ὀνομάσειε καὶ Δία, ὡς τὸ Λατ. Jupiter ἀντὶ aër, Φιλήμ. Ἄδηλ. 2. 4· πρβλ. Δίφιλ. Ἄδηλ. 3: ― πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξει. ΙΙ. ὁ ὕπαιθρος χῶρος ἐν τοῖς λουτροῖς, Γαλην. [ᾱ, πλὴν παρ’ Ἀριστ. Ἐπιγρ. παρ’ Εὐστ. 17. 37, Ψευδο-Φωκυλ. 108: ― Ἐν Σοφ. Ἠλ. 87, ἀντὶ τοῦ ὦ... γῆς ἰσόμοιρος ἀήρ, ὁ Πόρσων διώρθωσε ἰσόμοιρ’.]