ἄλυπος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλῡπος Medium diacritics: ἄλυπος Low diacritics: άλυπος Capitals: ΑΛΥΠΟΣ
Transliteration A: álypos Transliteration B: alypos Transliteration C: alypos Beta Code: a)/lupos

English (LSJ)

ον,

   A without pain, freq. in Trag. (not A.), E.IA163, etc.: c. gen., ἄ. γήρως without pains of age, S.OC1519; ἄ. ἄτης El.1002; βίος E.Ba. 1004; ἀρχή S.OT593; τὸ ἄ. Pl.R.585a: Comp. -ότερος ib.581e: Sup. -ότατος Lg.848e. Adv. ἀλύπως, ζῆν, διατελεῖν live free from pain and sorrow, Id.Prt.358b, Phlb.43d, cf. Men.549; ἀποθανεῖν Id.14: Sup. ἀλυπότατα Lys.24.10.    II Act., causing no pain or grief, Hp.Art.39 (Sup.), Pl.Plt.272a, etc.; ἄ. οἶνος harmless, Hermipp.82.5, cf. E.Ba.423; ἄ. ἄνθος ἀνίας setting free from the pain of sorrow of wine, S.Fr.172; ἀλυπότατος κλιντήρ, of a hospice, Epigr.Gr.450 (Batanaea); σωλῆνες -ότατοι μετὰ ἁλῶν cause least pain, i.e. are least indigestible, Xenocr.57, cf. Mnesith. ap. Ath.3.92c; πεσσὸς -ότατος Aët.16.36. Adv.ἀλύπως, τοῖς ἄλλοις ζῆν live without offence to others, Isoc.12.5.    III ἄλυπον, τό, herb terrible, Globularia Alypum, Plin.HN27.22, Dsc.4.178.

German (Pape)

[Seite 110] kummerfrei, sorgenlos, κακῶν, ohne Leiden, Soph. O. C. 1761, nach Herm. Conj.; – ἀνίας, ἄτης, γήρως, Soph. frg. B. A. 385 El. 990 O. C. 1515. – Adv., ὡς ἀλυπότατα μεταχειρίζεσθαι πάθος Lys. 24, 10, so sorglos als möglich; – nicht lästig fallend, τινί, Xen. Oec. 8, 8; Plut. Oth. 6; ζῆν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως Isocr. 12, 5; – οἶνος, Wein, der keine Unbequemlichkeit verursacht, Hermipp. Ath. I, 29 e; τὸ ἄλυπον, ein Schmerzen linderndes Kraut, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλῡπος: -ον, ὁ ἄνευ πόνου ἢ βλάβης, ὁ μὴ ἐνοχληθείς, ὁ ἀπηλλαγμένος λύπης, ἀμέριμνος, συχνὰ παρ’ Ἀττ. ἀπὸ τοῦ Σοφοκλ. καὶ ἐφεξ. μ. γεν., γήρως ἄλυπα, μὴ βλαπτόμενα ὑπὸ τοῦ γήρατος, Σοφ. Ο. Κ. 1519· οὕτως, ἄλ. ἄτης, Ἠλ. 1002· ἀπόλ., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 593: τὸ ἄλυπον = ἡ ἀλυπία, Πλάτ. Πολ. 585Α: - Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Πολ. 581Ε: Ὑπερθ. -ότατος, Νόμ. 848Ε. - Ἐπίρρ. ἀλύπως ζῆν, διατελεῖν, τὸ νὰ ζῇ τις ἄνευ λύπης καὶ πόνου, Πλάτ. Πρωτ. 358Β, Φίλ. 43D: ἀποθανεῖν, Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 5. Ὑπερθ. ἀλυπότατα, Λυσ. 169. 9. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ προξενῶν ἐνόχλησιν ἢ λύπην, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 804, Πλάτ., κτλ.· ἄλ. οἶνος, ἀβλαβής, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 5, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 423· οὕτωςοἶνος καλεῖται ἄλυπον ἄνθος ἀνίας, δηλ. παυσίλυπον ποτόν, Σοφ. Ἀποσπ. 182· ἀλυπότατος κλιντήρ, ἐπὶ ξενίας, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 450. - Ἐπίρρ., ἀλύπως τοῖς ἄλλοις ζῆν, ἄνευ ἐνοχλήσεως εἰς τοὺς ἄλλους, Ἰσοκρ. 233D. ΙΙΙ. ἄλυπον, τό, εἶδος φυτοῦ globularia alypum, οὕτω κληθὲν ἐκ τῆς ἰδιότητος ἣν ἔχει νὰ καταπαύῃ πόνους, Διοσκ. 4. 180· παρὰ μεταγ. δὲ ἰατρ. καὶ ἀλυπιάς, άδος, ἡ. Κατὰ τὸν Sibthorp κοινῶς ὀνομάζεται στουρέκι, ἐν Ζακύνθῳ δὲ σέννα, Flor. Gr. τόμ. Α, σ. 78.