ἀνεμέσητος
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
ον, (νέμεσις)
A not incurring the wrath of God, Pl.Cra. 401a: εἰ-ητον εἰπεῖν Id.Smp.195a; also, not liable to blame, ἀ. [ἐστι] . . τινί, c. inf., Id.Tht.175e, Aeschin.3.66,Epicur.Fr.161,etc. Adv. -τως Pl.Lg.684e.
German (Pape)
[Seite 222] tadellos, Plat. Theaet. 175 e; ἀν. ἦν αὐτῷ πράττειν Aesch. 3, 66, man konnte es ihm nicht verargen; Luc. D. Mort. 18, 2; εἰ θέμις καὶ ἀν. εἰπεῖν, wenn man es, ohne Jemand zu beleidigen, sagen darf, Plat. Conv. 195 a; ohne Beleidigung, καλῶς καὶ ἀνεμεσήτως Legg. III, 684 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμέσητος: -ον, ὁ μὴ νεμεσητός, ὁ μὴ ἄξιος μομφῆς, τοῦτο γὰρ ἀνεμέσητον, δὲν δύναταί τις νὰ τὸ κατακρίνῃ, Πλάτ. Κρατ. 401Α· μετ’ ἀπαρ., εἰ θέμις καὶ ἀνεμέσητον εἰπεῖν ὁ αὐτ. Συμπ. 195Α, ᾧ ἀνεμέσητον εὐήθει δοκεῖν... ὅταν εἰς δουλικὰ ἐμπέσῃ διακονήματα Θεαίτ. 175Ε, ἀνεμέσητον ἦν αὐτῷ πράττειν τὰ συμφέροντα, ἀνεπίληπτον ἦν αὐτῷ, Αἰσχίν. κατὰ Κτησιφ. 66. 3. ― Ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 684Ε.