ἀνήῃ
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήῃ: Ἐπ. γ΄ ἑν. πρ. τῆς ὑποτ. τοῦ ἀορ. τοῦ ἀνίημι (Ἰλ. Β. 34).
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀνήῃ: Ἐπ. γ΄ ἑν. πρ. τῆς ὑποτ. τοῦ ἀορ. τοῦ ἀνίημι (Ἰλ. Β. 34).