πομποστολέω
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
(στέλλω)
A conduct a procession, IG2.1325,1358. 2 c. acc., lead or carry in procession, πομποστολεῖται τὰ ἱερά Str.14.2.23; π. τὸ σκάφος Luc.Am.11. b metaph., make a pompous display of, τὰ μηδεμιᾶς ἄξια σπουδῆς Ph.2.70.
German (Pape)
[Seite 679] einen Aufzug, eine Procession führen; Strab. XIV; Luc. amor. 11 vrbdt πομποστολεῖν τὸ σκάφος.
Greek (Liddell-Scott)
πομποστολέω: (στέλλω) περιάγω ἐν πομπῇ, πομποστολεῖται τὰ ἱερὰ Στράβ. 659· π. τὸ σκάφος, ὁδηγῶ τὸ σκάφος, Λουκ. Ἔρωτ. 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 273.