διατειχίζω

Revision as of 09:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13b)

English (LSJ)

   A cut off and fortify by a wall, Ar.Eq.818; τὸν Ἰσθμόν Lys.2.44; τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Plb.8.32.2.    2 divide as by a wall, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα X.Smp.5.6: metaph., keep apart, φῶς καὶ σκότος Ph.1.632, al.; διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον is separated from it, Luc.Hist.Conscr.7.

German (Pape)

[Seite 606] durch eine Mauer, Verschanzung (die dazwischen gezogen) trennen, schützen; Ἰσθμόν Lys. 2, 44; Isocr. 4, 93; Plut. Them. 9; – τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Pol. 8, 34; geradezu trennen, ἡ ῥὶς διατετείχικε τὰ ὄμματα Xen. Symp. 5, 6; neben διορίζω Luc. hist. conscr. 7.

Greek (Liddell-Scott)

διατειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ· - ἀποχωρίζω καὶ ὀχυρώνω διὰ τείχους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 818· τὸν Ἰσθμὸν Λυσ. 194. 39· τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς ἄκρας Πολύβ. 8. 34, 2· πρβλ. διασταυρόω. 2) διαχωρίζω ὡς διὰ τείχους, ἡ ῥὶς δ. τὰ ὄμματα Ξεν. Συμπ. 5, 6· διατετείχισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον, εἶναι κεχωρισμένη ἀπ’ αὐτοῦ, Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 7.