δαίδαλος

From LSJ
Revision as of 09:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαίδαλος Medium diacritics: δαίδαλος Low diacritics: δαίδαλος Capitals: ΔΑΙΔΑΛΟΣ
Transliteration A: daídalos Transliteration B: daidalos Transliteration C: daidalos Beta Code: dai/dalos

English (LSJ)

ον,

   A cunningly or curiously wrought, μάχαιρα Pi.N.4.59 (Did., Δαιδάλου codd.); πέπλος A.Eu.635: in Hom. only neut. as Subst., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν . . to frame all cunning works, Il.5.60, al.; τεκτόνων δ. Pi.P.5.36, cf. Opp.C.1.355: also in sg., Od.19.227.    2 spotted, speckled, or perh. rather, sheeny, shot with light, of fish, Opp.C.1.58.    II as pr. n., Δαίδαλος, ὁ, Daedalus, i. e. the Cunning Worker, the Artist, traditional name for the first sculptor, Il.18.592, Pl.Men.97d: hence δαίδαλα, τά, = statues, Paus.9.3.2: also Δαίδαλα, τά, festival of Hera at Argos, ib., Plu.Daed.tit.

German (Pape)

[Seite 514] ον, = δαιδάλεος, μάχαιρα Pind. N. 4, 59; πέπλος Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

δαίδᾰλος: ον (δαιδάλλω)· -ὡς τό δαιδάλεος, εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, μάχαιρα Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· πέπλος Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· ἀλλά παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς τεχνίτης, ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης σύγχρονος Μίνωος, ὁ πρῶτος γλύπτης ὅστις ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ μυθικός αὐτοῦ συγγενής, Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ Ὅμηρος τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ αὐτοῦ τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.