ἀπέπειρος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ον,
A unripe, ὀπώρα AP9.78 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 287] ὀπώρη, unreif, Leon. Tar. 44 (IX, 78).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέπειρος: -ον, ὁ μὴ πέπειρος, ἄωρος, ὁ παράκαιρος, Ἀνθ. Π. 9. 78.