ἀπομόργνυμι

From LSJ
Revision as of 09:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομόργνῡμι Medium diacritics: ἀπομόργνυμι Low diacritics: απομόργνυμι Capitals: ΑΠΟΜΟΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apomórgnymi Transliteration B: apomorgnymi Transliteration C: apomorgnymi Beta Code: a)pomo/rgnumi

English (LSJ)

fut. -μόρξω,

   A wipe off or away from, ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ Il.5.416; αἷμ' ἀπομόργνυ ib.798; πεύκης ἀπὸ δάκρυ' ὀμ. v.l. in Nic.Al.547:— Med., wipe off from oneself, ἀπομορξαμένω κονίην Il.23.739; ἀπομόρξατο δάκρυ wiped away his tears, Od.17.304; ἀφρὸν ἀπὸ στομάτων Mosch. 2.96; abs. in same sense, ἀπομόρξασθαι Ar.Ach.706; ἀ. ἱδρῶτα ib. 696:—Pass., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς having my anger wiped off, Id.V. 560; ἀπωμοργμένος rubbed bare, Arist.Phgn.810b3.    2 wipe clean, σπόγγῳ δ' ἀμφὶ πρόσωπα . . ἀπομόργνυ Il.18.414:—Med., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς wiped her cheeks, Od.18.200.

German (Pape)

[Seite 315] (s. ὀμόργνυμι), abwischen, αἷμ' ἀπομόργνυ Il. 5, 798; 18, 414 σπόγγῳ δ'ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ αὐχένα τε καὶ στήθεα; Iliad. 5, 416 ἀπ' ἰχῶ χειρὸς ὀμόργνυ; in demselben Sinne med., ἀπομόρξατο δάκρυ Iliad. 2, 269 Od. 17, 304; Od. 18, 200 ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς; Iliad. 23, 739 ἀπομορξαμένω κονίην; ἱδρῶτα Ar. Ach. 663; übertr., ἀπομορχθεὶς τὴν ὀργήν Vesp. 560, u. sp. D., z. B. Ap. Rh. 2, 86; ἀπό τινος Mosch. 2, 96.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομόργνῡμι: μέλλ. -μόρξω: ἀπομάσσω, ἀποσπογγίζω, ἢ ῥα καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἀπ. ἰχῶ χειρὸς ὁμόργνυ, «ἀπέψα, ἀπέμασσεν» (Σχόλ.), Ἰλ. Ε. 416· αἷμ’ ἀπομόργνυ αὐτόθι 798· πεύκης ἀπὸ δάκρυ’ ὀμ. Νικ. Ἀλεξιφ. 558: ― Μέσ., ἀπομορξαμένω κονίην Ἰλ. Ψ. 739· ἀπομόρξατο δάκρυ Ὀδ. Ρ. 304· ἀπολ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, ἀπομόρξασθαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 706· ἀπ. ἱδρῶτα αὐτόθι 696· καὶ ἐν τῷ παθ., τὴν ὀργὴν ἀπομορχθείς, ἀποσπογγισθεὶς τὸν θυμόν μου, ἀστεϊσμὸς ῾παρ’ ὑπόνοιαν᾿, ὁ ἀυτ. 560· ἀπωμοργμένος, ἀπεσπογγισμένος, ἀπογεγυμνωμένος, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6. 2) σπογγίζω ἐντελῶς, σπόγγῳ δ’ ἀμφὶ πρόσωπα… ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414: ― Μέσ., ἀπομόρξατο χερσὶ παρειάς, ἀπεσπόγγισε διὰ τῶν χειρῶν τὰς ἑαυτῆς παρειάς, Ὀδ. Σ. 200.