ἀσεβέω
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
A to be impious, act profanely, commit sacrilege, Hdt.1.159; opp. ἀδικέω, Ar.Th.367; ἀ. ἐς τὸν νηόν Hdt.8.129, cf. E.Ba.490, Antipho 5.93; περὶ τὰ ἱρά, τοὺς θεούς, Hdt.2.139, Antipho 4.1.2, cf. X.Ap.22, etc.; πρὸς τὰ θεῖα Id.Cyn.13.16: c. acc. cogn., ἀ. ἀσέβημα Pl.Lg.910e; ἀγγελίας καὶ ἐπιτάξεις παρὰ νόμον ἀ. ib.941a; περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἕαλωκε D.21.227. 2 c. acc. pers., sin against, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν' ἀσεβῶν A.Eu. 271 (lyr.); ἀ. θεούς D.S.1.77, Plu.2.291c; τὸ ἱαρὸν IG7.2418 (Thebes, iv B. C.); τὸν Καίσαρα POxy.1612.23 (iii A. D.):—Pass., ἀσεβοῦνται οἱ θεοί Lys.2.7; ἠσεβῆσθαι πρός τινος D.C.57.9; of households, to be affected with the consequences of sin, ὅταν τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Pl. Lg.877e. 3 Pass. also of the act, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν περί τινος And.1.10; τὰ ἠσεβημένα Lys.6.6.
German (Pape)
[Seite 369] ein ἀσεβής sein, gottlos handeln, freveln, absolut, λόγοις καὶ ἔργοις Plat. Legg. X, 907 d; περί τι IX, 868 d; wie Her. 2, 139; εἴς τινα 8, 129; wie Eur. Bacch. 490 u. Dem. 59, 12; ἔς τι Xen. Hell. 1, 4, 6; τινά, beleidigen, kränken, θεόν Aesch. Eum. 260, wie Plut. qu. Rom. 113; c. acc. der Sache, ἐπιτάξεις Plat. Legg. XII, 941 a; pass., ὅταν τις ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων IX, 877 e; τὰ περί τινα ἠσεβημένα, die an Einem verübten Frevelthaten, Aeschin.; aber τὰ ἠσ. αὐτῷ, die von ihm verübten Frevelthaten, Lys. 6, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσεβέω: μέλλ. -ήσω, εἶμαι ἀσεβής, φέρομαι ἀσεβῶς, ἁμαρτάνω περὶ τὰ θεῖα, πράττω ἱροσυλίαν, ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ ἀδικέω, Ἡρόδ. 1. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 367· ἀσ. εἴς τινα ἢ τι Ἡρόδ. 8. 129, Εὐρ. Βάκχ. 490, Ἀντιφῶν 125. 26· περί τινα ἢ τι Ἡρόδ. 2. 139, Ἀντιφῶν 140. 27, Ξεν. Ἀπολ. 22, κτλ.· πρός τι ὁ αὐτ. Κυν. 13, 16· ὡσαύτως μετὰ συστ. αἰτιατικῆς, ἀσ. ἀσέβημα Πλάτ. Νόμ. 910C, πρβλ. 941Α· περὶ οὗ τὴν ἑορτὴν ἀσεβῶν ἥλωκε Δημ. 587. 2. 2) σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσώπου, ἁμαρτάνω ἐναντίον τινός, ἢ θεὸν ἢ ξένον τιν’ ἀσεβῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 271· ἀσ. θεοὺς Διόδ. 1. 77, Πλούτ. 2. 291C· ἐντεῦθεν ἐν τῷ παθ., ἀσεβοῦνται οἱ θεοὶ Λυσ. 191. 10· ἐπὶ οἴκου μολυνθέντος ἐξ ἀσεβοῦς πράξεως τοῦ ἰδιοκτήτου, ὅταν οὖν τις ἅμα δυστυχηθῇ καὶ ἀσεβηθῇ τῶν οἴκων Πλάτ. Νόμ. 877Ε. 3) Παθ. καὶ ἐπὶ τῆς πράξεως, ἐμοὶ ἠσέβηται οὐδὲν περί τινος, ὑπ’ ἐμοῦ οὐδὲν ἀσεβὲς ἐπράχθη περί τινος, Ἀνδοκ. 2. 27· τὰ ἠσεβημένα Λυσ. 103. 35.