ἀψυχία
From LSJ
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A swooning, syncope, Id.VM10, Coac.222. II want of spirit, faintheartedness, A.Th.259,383, E.Alc.642, etc.
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, Leblosigkeit, Ohnmacht, Hippocr.; Feigheit, Aesch. Spt. 244; Eur. Alc. 645. 699.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψῡχία: ἡ, ἔλλειψις ψυχῆς ἢ ζωῆς, λιποθυμία, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Κωακ. Προγν. 155. ΙΙ. ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, Αἰσχύλ. Θήβ. 259, 383, Εὐρ. Ἄλκ. 642, κτλ.