γυμνητεύω
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
A to be naked, 1 Ep.Cor.4.11, Demoph.Sent. 8. 2 to be lightly clad, D.Chr.25.3. 3 to be light-armed, Plu. Aem.16.
German (Pape)
[Seite 509] 1) nackt sein, N. T.; entblößt sein, Sp., τινός. – 2) leicht bewaffneter Soldat sein, Plut. Aem. 16; D. Cass. 47, 34.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητεύω: εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι γυμνός, Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· (γυμνιτεύω, ἡμαρτ. γραφή).