διεγγυάω
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
I give bail to produce, σώματα D.H.7.12:—Med., to take bail for, κατεγγυῶντος (v.l. δι-) Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διεγγυήσατο Isoc.17.14, cf. Plu.Caes.11:—Pass., to be bailed by any one, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι bailed by their Proxeni for eight hundred talents, Th.3.70. 2 give security, SIG976.49 (Samos, ii B. C.). II take pledges, distrain, ib.629.20 (ii B. C.). III abs., mortgage one's property, LXXNe. 5.3.
German (Pape)
[Seite 617] (s. ἐγγυάω), Einen durch geleistete Bürgschaft befreien; τὸν παῖδα πρὸς τὸν Πολέμαρχον Isocr. 17, 14, wo das med. folgt, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο, d. i. versprach ihn frei zu geben; – τριάκοντα ταλάντων, mit 30 Talenten, Plut. Caes. 11; aber τὰ σώματα χρημάτων, = verpfänden, Dion. Hal. 7, 12; u. pass., ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, durch die Proxenie, d. i. auf deren Bürgschaft für 800 Talente freigegeben, Thuc. 3, 70; διεγγυηθεῖσα ὑπό τινος Dem. 59, 41.
Greek (Liddell-Scott)
διεγγυάω: μέλλ. -ήσω, Ι. ἐπὶ προσ., ἐν τῷ ἐνεργ., δίδω ἢ (κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.) προσφέρομαι νὰ δώσω ἐγγύησιν διά τινα, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λαμβάνω ἐγγύησιν διά τινα, κατεγγυῶντος Μενεξένου τὸν παῖδα, Πασίων αὐτὸν ἑπτὰ ταλάντων διηγγυήσατο Ἰσοκρ. 361C. πρβλ. Πλούτ. Καίσ. 11. - Παθ., γίνεταί τις ἐγγυητής μου, ὀκτακοσίων ταλάντων τοῖς προξένοις διηγγυημένοι, πρὸς ἀπαλλαγὴν αὐτῶν οἱ πρόξενοι ἠγγυήθησαν δι’ ὀκτακόσια τάλαντα, Θουκ. 3. 70· ὑπό τινος Δημ. 1358. 28. ΙΙ. παρέχω ὡς ἐνέχυρον ἢ ἐγγύησιν, τὰ σώματα χρημάτων, διὰ χρήματα, Διον. Ἁλ. 7. 12.