ἑβδομάς
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A the number seven, Ph.1.21, Dam. Pr.264, etc. II a number of seven, APl.4.131 (Antip.(?)). 2 period of seven days, week, Hp.Aph.2.24, LXX Ex.34.22, etc. b period of seven years, Sol.27.7, Arist.Pol.1336b40, Placit.4.11.4; ἐτῶν ἑ. J.AJ3.12.3.
German (Pape)
[Seite 699] άδος, ἡ, die Siebenzahl; δισσὰς ἔκτανον ἑβδομάδας Antipat. 42 (Plan. 131), d. i. 14; bes. = Zahl von sieben Tagen, eine Woche, Arist. H. A. 6, 17 u. bes. Sp.; – Zahl von sieben Jahren, τὴν ἡλικίαν ταῖς ἑβδομάσι μετρεῖν Arist. pol. 7, 16; vgl. Plut. plac. phil. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομάς: -άδος, ἡ, ὁ ἀριθμὸς ἑπτά, Φίλων 1. 21, κτλ. ΙΙ. ἄθροισμα ἐξ ἑπτά, Ἀνθ. Πλαν. 131. 2) χρόνος ἑπτὰ ἡμερῶν, ἑβδομάς, Ἱππ. Ἀφ. 1245, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 17, 2. β) περίοδος ἑπτὰ ἐτῶν, αὐτόθι 7. 16, 17, Πλούτ. 2. 909Ε. ΙΙΙ. ἡ ἑβδόμη ἡμέρα, Ἐκκλ.