ἐμπελάζω
English (LSJ)
A bring near, δίφρους ἐμπελάσαντες having brought up the chariots, Id.Sc.109:—Pass., come near, approach, κοίτης S.Tr.17. II intr. in Act., approach, c. dat., ἐμπελάσειν πυκινῷ δόμῳ h.Merc.523; εἴδωλα ἐ. τοῖς ἀνθρώποις Democr. 166; ποῦ δ' ἐμπελάζεις τἀνδρί . . ; S.Tr.748; τῆ ἀκοῇ Arist.Mu.395a19: abs., ib.b28, Porph.Abst.2.22; κρήνης μηδὲ σχεδὸν ἐμπελάσειας Orph.Fr.32a. III in Pass., wrongly used for ἐμπαλάσσομαι, τοῖσι αὐτοῖσι Hp.Ep.17; ἀλλήλοις D.C.36.49, 62.16; αὑτοῖς Id.72.19.
German (Pape)
[Seite 812] annähern, nahe bringen; τοὺς δίφρους, die Streitwagen zum Kampfe an einander bringen, Hes. Sc. 109; – sich nähern, nahe kommen, τινί, H. h. Merc. 523; ἀνδρί Soph. Tr. 754; Arist. mund. 4; so Sp., aber gew. im pass.; auch πρὶν τῆσδε κοίτης ἐμπελασθῆναι Soph. Tr. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπελάζω: μελλ. -σω, φέρω πλησίον, πλησιάζω, δίφρους ἐμπελάσαντες, πλησιάσαντες, προσεγγίσαντες τὰ ἅρματα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 109: - Παθ., ἔρχομαι πλησίον, πλησιάζω (ἀμετ.), τῆς κοίτης Σοφ. Τρ. 17. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῇ ἐνεργ. φωνῇ ὡς ἐν τῇ παθ., ἔρχομαι πλησίον, μετὰ δοτ., ἐμπελάσειν πυκνῷ δόμῳ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 523· ποῦ δ’ ἐμπελάζεις τἀνδρί...; Σοφ. Τρ. 748· οὕτως Ἀριστ. ἐν τῷ π. Κόσμ. 4. 18, καὶ 28· κρήνης μὴ δὴ σχεδὸν ἐμπελάσειας Συλλ. Ἐπιγρ. 5572.