ἐξαλείφω

From LSJ
Revision as of 09:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰλείφω Medium diacritics: ἐξαλείφω Low diacritics: εξαλείφω Capitals: ΕΞΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: exaleíphō Transliteration B: exaleiphō Transliteration C: eksaleifo Beta Code: e)calei/fw

English (LSJ)

pf. Pass. ἐξαλήλιμμαι (v. infr.): subj.aor.2 Pass. ἐξαλῐφῇ v.l. in Pl.Phdr.258b:—

   A plaster or wash over, τοῦ σώματος τὸ ἥμισυ ἐξηλείφοντο γύψῳ Hdt.7.69; ᾗ ἔτυχε . . οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος where it was not whitewashed, Th.3.20; τοὺς βωμοὺς ἐξαλείψαντι IG11.161A103 (Delos, iii B. C.):—Med., anoint, μύρῳ βρενθείῳ ἐξαλείψαο Sapph.Supp.23.20.    II wipe out, obliterate, ἐξαλειφθεῖσ' ὡς ἄγαλμα E.Hel.262: metaph., wipe out of one's mind, πάντα τὰ πρόσθεν Pl.Tht.187b; τὸ γιγνώσκειν D.37.34; [ὑπόνοιαν] Men.Pk.310(prob.); cancel, ἐ. ψηφίσματα And.1.76; νόμους Lys.1.48; αἰτίας Arist.Ath.40.3; ἐξαλειφόντων (sc. τὸ ὀφείλημα) IG12.91.10; esp. at Athens, ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου strike his name off the roll, X.HG2.3.51, cf. Arist. Ath.36.2; so ἐ. τινά Ar.Eq.877, cf. D.39.39; opp. ἐγγράφω, Ar.Pax 1181, Lys.30.2, etc.; ὑμᾶς ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ Th.3.57:—Med., ἐξαλείψασθαι τὰς ἀπογραφάς to get one's inventory cancelled, Pl.Lg. 850d: metaph., ἐ. πάθος φρενός blot it out from one's mind, E.Hec. 590.    2 metaph., wipe out, destroy, μὴ 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν A.Ch.503, cf. E.Hipp.1241:—Pass., ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Hdt.7.220; τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναι A.Th.15; οὐδ' ἄπαις δόμος . . ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν E.IT698.

German (Pape)

[Seite 866] (s. ἀλείφω, aor. II. pass. ἐξαλιφῇ Plat. Phaedr. 258 b), 1) einsalben, bestreichen; γύψῳ, μίλτῳ ἐξηλείφοντο τὸ σῶμα, Her. 7, 69; ᾗ ἔτυχε οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος, wo die Mauer nicht beworfen, übertüncht war, Thuc. 3, 20. – Gew. 2) auswischen, etwas Geschriebenes, Gemaltes ausstreichen, Ggstz ἐγγράφω, Plat. Rep. VI, 501 b; ὅταν ἐξαλειφθῇ τὸ εἴδωλον Theaet. 191 d; ψήφισμα Andoc. 1, 76; νόμους Lys. 1, 48; den Namen aus einem Register, aus Listen, ἐκ τοῦ καταλόγου Xen. Hell. 2, 3, 51; Lys. 16, 13; ohne Zusatz, Dem. Lept. 35; ἐξαλήλιπται καὶ οὐ πρόσεστι τῇ παραγραφῇ 37, 34; ἐξηλεῖφθαι Plut. Symp. 8, 7, 4; vertilgen, aufheben, τιμὰς μὴ 'ξαλειφθῆναί ποτε Aesch. Spt. 15; οὐδ' ἄπαις δόμος ἐξαλειφθείη ποτ' ἄν Eur. I. T. 698; λόγος, Ggstz ἐμμένειν, Plat. Phaedr. 258 b; ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Her. 7, 220; πόλιν ἐκ τοῦ' Ἑλληνικοῦ Thuc. 3, 57; φήμην Sest. Emp. adv. math. 3; seltner von Menschen, Aesch. Ch. 496; Eur. Hipp. 1241. – Auch im med., ἐξαλείψασθαι φρενός, aus dem Innern, Eur. Hec. 590; τὰς ἀπογραφὰς ἐξαλειψάμενος Plat. Legg. VIII, 850 c, seine Schätzung ausstreichen lassend.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαλείφω: μέλλ. -ψω: παθ. πρκμ. ἐξήλειμμαι, καὶ Ἀττ. ἐξαλήλιμμαι, ὑποτακτ. ἀορ. β΄ παθ. ἐξαλῐφῇ, Πλάτ. Φαῖδρ. 258Β (Βεκκῆρος ἐξ ἀρίστων ἀντιγράφων). Ἐπιχρίω, τὸ σῶμα ἐξηλείφοντο γύψῳ Ἡρόδ. 7. 69· ᾗ ἔτυχε... οὐκ ἐξαληλιμμένον τὸ τεῖχος, ὅπου δὲν ἦτο ἠλειμμένον διὰ τιτάνου καὶ διεκρίνοντο αἱ πλίνθοι, Θουκ. 3. 20. ΙΙ. ἐξαλείφω, ἀπαλείφω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «σβύνω», ἐξαλειφθεῖσ’ ὡς ἄγαλμα, ἐξαλειφθεῖσα ὡς ζωγράφημα, Εὐρ. Ἑλ. 262· πάντα τὰ πρόσθεν ἐξαλείψας, ὡς ἐξαλείφει παῖς ἐκ τοῦ πίνακος πρᾶξιν ἀριθμητικὴν ἐσφαλμένην, Πλάτ. Θεαίτ. 187Β· καταργῶ, ἐξαλ. ψηφίσματα Ἀνδοκ. 10. 30· νόμους Λυσ. 96. 10· ἐξαλειφόντων (ἐνν. τὸ ὀφείλημα) Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 10· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, ἐξαλείφειν τινὰ ἐκ τοῦ καταλόγου, διαγράφειν τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τοῦ καταλ., Ξεν. Ἑλλην. 2. 3, 51· οὕτω, ἐξ. τινὰ Ἀριστοφ. Ἱππ. 877, Δημ. 1006. 21· ἀντίθ. τῷ ἐγγράφω, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1181, Λυσίας 183. 15, κλ., ἀντίθ. τῷ ἀναγράφω, Θουκ. 3. 57. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. delere, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω, ἐντελῶς καταστρέφω, μὴ ’ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν Αἰσχύλ. Χο. 503, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1241· ὑμᾶς δὲ καὶ ἐκ παντὸς τοῦ Ἑλληνικοῦ πανοικησίᾳ διὰ Θηβαίους ἐξαλεῖψαι, «σεῖς δὲ ἐξ ἐναντίας νὰ τὴν ἐξαλείψητε (τὴν πόλιν) ἀπὸ πάσης τῆς Ἑλλάδος ὁλόκληρον, χαριζόμενοι τῆς Θηβαίοις» (Δούκας), Θουκ. 3. 57· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαλείφω ἐκ τοῦ νοῦ μου, τὸ γιγνώσκειν Δημ. 976. 23· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐξαλείψασθαι πάθος φρενὸς Εὐρ. Ἑκ. 590· ἀλλ’ ἐξαλείψασθαι τὰς ἀπογραφάς, ἀπαλείφειν αὐτάς, ὁ δὲ ἀπιὼν ἐξαλειψάμενος ἴτω τὰς ἀπογραφάς, αἵτινες ἂν αὐτῷ παρὰ τοῖς ἄρχουσι γεγραμμέναι πρότερον ὦσιν, περὶ μετοίκων καταλειπόντων τὴν πόλιν, Πλάτ. Νόμ. 850C. ― Παθ., ἡ Σπάρτης εὐδαιμονίη οὐκ ἐξηλείφετο Ἡρόδ. 7. 220· τιμὰς μὴ ’ξαλειφθῆναι Αἰσχύλ. Θήβ. 15.