εὔθικτος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον, (θιγεῖν)
A touching the point, clever, quick, εὔ. τὴν διάνοιαν Arist.HA 616b22; εὔ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις quick in repartee, Ath. 13.583f; εὔ. νοῦς, γνώμη, προσβολή, Ph. 1.54, 240, 286; witty, Plb. 18.4.4, AP6.322 (Leon.): f.l. for εὔεικτος, Heraclit.All.51 codd. Adv. -τως LXX 2 Ma. 15.38, Hdn.4.7.2.
German (Pape)
[Seite 1069] 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνθρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Uebh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔθ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐθίκτως ἀποκρίνασθαι Hdn. 4, 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὔθικτος: -ον, (θιγεῖν) ἐγγίζων καλῶς, ἐπιτυχῶς, εὐθυβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ Φίλων 1. 286. 38. 2) εὐφυής, ὀξύς, εὔθ. τὴν διάνοιαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· εὔθ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις ὀξέως ἀποκρινόμενος, Ἀθήν 583D· εὐφυής, ἀγχίνους, Πολύβ. 17. 4, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 302. - Ἐπίρρ. -τως Ἡρῳδιαν. 4. 7.