κάθαιμος
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ον,
A bloody, τραύματα, σῖτα, E.IT1374, prob. in HF383 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1279] blutig, mit Blut befleckt; τραύματα Eur. I. T. 1374; σῖτα Herc. Fur. 384.
Greek (Liddell-Scott)
κάθαιμος: -ον, πλήρης αἵματος ἢ αἱμάτων, «αἱματωμένος», τραύματα, σῖτα Εὐρ. Ι. Τ. 1374, Ἡρ. Μαιν. 384.