(A), ἡ, (κορέω)
A brushing: attendance, prob.in Hsch.κορ-εία (B), ἡ, (κορεύομαι)
A maidenhood, D.Chr.7.142, AP5.216 (Paul. Sil.), 293.19 (Agath.).
κορεία: ἡ, (κορέω) τὸ σαίνειν, καθαίρειν, θεραπεία, Ἡσύχ.