μυρίζω
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
A rub with ointment or unguent, anoint, Ar.Lys.938, Alc. Com.23; μύροισιν μ. Ar.Pl.529:—Med., anoint oneself, Antiph.148.5, Men.518.15; ἐξ ἀλαβάστου Alex.62.1:—Pass., μεμυρις μένοι τὸ σῶμα Hdt.1.195, cf. Antiph.190.2, Arist.Mir.832a4; μυρίζεσθαι τὴν κεφαλήν Plu.2.142a. II in Pass. also, μ. τινί to be fragrant with... Hld.10.26. (Cf. σμυρίζω.)
German (Pape)
[Seite 219] salben, besalben; βούλει μυρίσω σε, Ar. Lys. 938; μυρίσαι μύροις, Plut. 529; Her. 1, 195; Antiphan. bei Ath. VIII, 342 e; λίθον, Anacr. 30, 11; μεμυρισμένος, 36, 22; a. Sp.; οἷς ἡ Ἀραβία γῆ μυρίζεται, wovon Arabien duftet, wie von wohlriechenden Salben, Heliod. 10.
Greek (Liddell-Scott)
μῠρίζω: χρίω, ἀλείφω διὰ μύρου, βούλει μυρίσω σε; Ἀριστοφ. Λυσ. 938· μυρίσασα συγκατέκλεισεν ἀνθ’ αὐτῆς λάθρα Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Παλαίστρᾳ» 2 (ἔνθα ἴδε Meineke)· μύροισιν μυρίσαι στακτοῖς, ὁπόταν νύμφην ἀγάγησθον Ἀριστοφ. Πλ. 529· - Μέσ., ἀλείφομαι, χρίομαι, Ἀντιφάν ἐν «Μαλθακῇ» 1, Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 15· ἐξ ἀλαβάστου Ἄλεξις ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1· - Παθ., μεμυριασμένοι τὸ σῶμα Ἡρόδ. 1. 195, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Πλουσίοις» 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως, μ. τινί, εἶμαι εὐώδης ἔκ τινος, Ἡλιόδ. 10. 26. Πρβλ. σμυρίζω.