ὑπεροπτικός

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεροπτικός Medium diacritics: ὑπεροπτικός Low diacritics: υπεροπτικός Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hyperoptikós Transliteration B: hyperoptikos Transliteration C: yperoptikos Beta Code: u(peroptiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A contemptuous, disdainful, Isoc.1.30, 12.241, Luc.Nigr.1, etc.; ἠπείλησεν ὑπεροπτικά Id.DDeor.21.1; τὸ -ώτατον D.17.26. Adv. -κῶς X.HG7.1.18, Str.8.6.23: Comp. -ώτερον Plb. 5.46.6: Sup. -ώτατα D.C.49.7.    2 c. gen., ἀδικία ἕξις ὑ. νόμων Pl.Def.416a.

German (Pape)

[Seite 1199] ή, όν, Andere zu verachten od. verächtlich zu behandeln gewohnt, dazu geneigt; Isocr. 1, 30; Plat. defin. 416; τοῦ πλείονος, Aristipp. bei D. L. 2, 72; – adv. ὑπεροπτικῶς, τινός, Xen. Hell. 7, 1, 18; ὑπεροπτικώτερον χρῆσθαι τοῖς φίλοις Pol. 5, 46, 6; Luc. Nigr. 1 D. D. 22 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεροπτικός: -ή, -όν, καταφρονητικός, περιφρονητικός, ὑπερήφανος, Ἰσοκρ. 8D, 283Β, Λουκ., κλπ.· τὸ ὑπεροπτικώτατον Δημ. 218 ἐν τέλει. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ξενοφ. Ἑλλ. 7. 1, 18. - Συγκρ. -ώτερον Πολυβ. 5. 46, 6· ὑπερθ. -ώτατα Δίων Κ. 49. 7. 2) μετὰ γεν., ἀδικία ἕξις ὑπ. τῶν νόμων Πλάτ. Ὅροι 416Α.