πλάνος

From LSJ
Revision as of 10:01, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάνος Medium diacritics: πλάνος Low diacritics: πλάνος Capitals: ΠΛΑΝΟΣ
Transliteration A: plános Transliteration B: planos Transliteration C: planos Beta Code: pla/nos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,    1 Act., leading astray, deceiving, π. κατέσειον ἐδωδάν the bait, Theoc.21.43, cf. AP7.702 (Apollonid.); π. δῶρα, ἄγρα, Mosch.1.29, Fr.1.10; πνεύματα 1 Ep.Ti.4.1.    2 Pass., wandering, roaming, fickle, ποικίλον πρᾶγμ' ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη Men.Kith.Fr.8 ; π. φέγγη planets, Man.4.3.    II Subst. πλάνος, ὁ, = πλάνη, wandering, roaming, S.OC1114, E.Alc.482, etc.: in pl., Ar.V.873 (lyr.), etc.    b κερκίδος πλάνοι, of the act of weaving, E.Ion 1491 (lyr.).    2 metaph., φροντίδος πλάνοι wanderings of thought, S.OT67; π. φρενῶν wandering of mind, madness, E.Hipp.283 ; π. τε καρδίᾳ προσίσταται Id.Fr.1038; πλάνοις in uncertain fits, of a disease, S.Ph.758; = πλάνη 11.1, Pl.Phd.79d.    3 digression, Id.Ep.344d.    4 error, Ceb.25, Diog.Oen.26 ; grammatical mistake, A.D.Pron.84.11.    III of persons, πλάνος, ὁ, vagabond,impostor, Nicostr.Com.24, Dionys.Com. 4, D.S.34/5.2.14, Ev.Matt.27.63.

German (Pape)

[Seite 625] 1) als adj., auch 2 Endgn, umherschweifend, Landstreicher, Taschenspieler, Gaukler u. dergl.; πλάνοι ἀστέρες, die Irr-, Wandelsterne, Ggstz ἄπλανοι, Fixsterne. – 2) als subst., ὁ πλ., das Umherirren, Umherschweifen, Soph. O. C. 1116; auch übertr. von der Krankheit, Phil. 748; u. von Gedanken, πολλὰς δ' ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, O. R. 67; Eur. Hel. 540; κερκίδος, Ion 1491; Ar. Vesp. 873; πέπαυται τοῦ πλάνου, Plat. Phaed. 79 d.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνος: [ᾰ], -ον, 1) ἐνεργ., παραπλανῶν, παροδηγῶν, ἀπατῶν, ἐξαπατῶν, πλάνον κατέσειον ἐδωδήν, τὸ δέλεαρ, Θεόκρ. 21. 43, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 702· πλάνα δῶρα, πλάνος ἄγρα Μόσχ. 1. 29., 5. 10· πνεύματα Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 1. 2) Παθ., πλανώμενος, περιπλανώμενος, ἀσταθής, ποικίλον πρᾶγμ’ ἐστὶ καὶ πλάνον τύχη Μένανδρ. ἐν «Κιθαριστῇ» 8· ἀλλά, πλάνα φέγγη, πλανῆται, Μανέθων 4. 3. ΙΙ. πλάνος, ὁ, = πλάνη, περιπλάνησις, Σοφ. Ο. Κ. 1114, Εὐρ. Ἄλκ. 482, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Σφ. 873, κτλ. 2) μεταφορ., φροντίδος πλάνοι, αἱ περιπλανήσεις τῶν σκέψεων, Σοφ. Ο. Τ. 67· ἀλλά, πλ. φρενῶν, παραπλάνησις τῶν φρενῶν, παραφροσύνη, μανία, Εὐρ. Ἱππ. 283, οὕτω, πλ. τε καρδίᾳ προσίσταται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1025· πλάνοις, με ἀκανονίστους παροξυσμούς, ἐπὶ νόσου, Σοφ. Φιλ. 758, ἴδε Ellendt Lex. ἐν λ. ἴσως· ― κερκίδος πλάνοι ἐπὶ τῆς ἐν τῷ ὑφαίνειν κινήσεως, Εὐρ. Ἴων 1491. 3) παρεκβολή, παρέκβασις, Πλάτ. Ἐπιστ. 344D. 4) πλάνη, λάθος, Κέβητ. Πίναξ 25. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, πλάνος, ὁ, ἀλήτηςἀπατεών, Νικόστρατος ἐν «Σύρῳ» 1, Διονύσ. Κωμ. ἐν «Ὁμωνύμοις» 2, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζϳ, 63 Λατ. planus, Cic. pro Cluent. 26.