συναυλία

From LSJ
Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_9)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναυλία Medium diacritics: συναυλία Low diacritics: συναυλία Capitals: ΣΥΝΑΥΛΙΑ
Transliteration A: synaulía Transliteration B: synaulia Transliteration C: synavlia Beta Code: sunauli/a

English (LSJ)

(A), ἡ, (αὐλός)

   A concert of lyre and flute, S.Fr.60, Ath.14.617f (prob. from Ephipp.7); symphony of flutes, Poll.4.83, Sch.Ar.Eq.9, Hsch.: generally, instrumental music, concert, opp. μονῳδία, Pl.Lg.765b; σ. ᾄδειν Antiph.47.1; ξυναυλίαν κλαύσωμεν Οὐλύμπου νόμον to sob or whimper one of Olympus' pieces in concert, Ar.Eq.9.    2 metaph., δύσορνις ἅδε ξ. δορός this ill-omened concert of battle, of the single combat of the brothers, A.Th.839 (lyr.); σ. θρήνου Philostr.Im.1.11; πένθους Lib.Or.61.20.
συναυλ-ία (B), ἡ, (αὐλή, cf. συναυλίζομαι, μοναυλία (B), ὁμαυλία)

   A dwelling together as man and wife, σ. ποιεῖσθαι Arist.Pol. 1335a38.

German (Pape)

[Seite 1005] ἡ, das Zusammenflöten, nach Hesych., der Soph. frg. 79 anführt, ἡ ὑπὸ δυοῖν ἐπιτελουμένη αὔλησις; so Ar. Equ. 9: ἵνα ξυναυλίαν κλαύσωμεν, Οὐλύμπου νόμον, wo der Schol. zu vgl., der auch erkl. ξυναυλία λέγεται ὅταν κιθάρα καὶ αὐλὸς συμφωνῇ, wie μονῳδιῶν τε καὶ συναυλιῶν ἀρχέτω Plat. Legg. VI, 765 b; bei Ath. XIV, 617 f ἡ αὐλῶν πρὸς λύραν κοινωνία; übertr., Einklang, Uebereinstimtnung, Gemeinschaft, θρήνου, πένθους u. dgl., s. Jacobs Philostr. imagg. p. 275; – Ehestand, Arist. polit. 7, 16 (eigtl. das Zusammenwohnen, s. σύναυλος 2). – Auch συναυλία δορός, Speergemeinschaft, Zweikampf, Aesch. Spt. 821.

Greek (Liddell-Scott)

συναυλία: ἡ, (αὐλὸς) τὸ ὁμοῦ τονίζειν τὸν αὐλόν, συμφωνία αὐλῶν πολλῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 79· συμφωνία αὐλοῦ καὶ λύρας, Ἀθήν. 617F· καθόλου, μουσικὴ ἐνόργανος, ἀντίθετον τῷ μονῳδία, Πλάτ. Νόμ. 765Β· συν. ᾄδειν Ἀντιφῶν ἐν «Αὐλητῇ» 1· ξυναυλίαν κλάω Οὐλύμπου νόμον, κλαίω ἢ θρηνῶ λέγων ἢ ὑποτονθορύζων ἐν συναυλίᾳ μίαν τῶν μουσικῶν συνθέσεων τοῦ Ὀλύμπου Ἀριστοφ. Ἱππ. 9. 2) μεταφορ., δύσορνις ἅδε ξ. δορός, ἡ δυσοίωνος αὕτη συναυλία μάχης, ἐπὶ τῆς μονομαχίας τῶν δύο ἀδελφῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 839· σ. θρήνου, πένθους, κτλ. Φιλοστρ. Εἰκόν. 781, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 275. ΙΙ. (πιθαν. ἐκ τοῦ αὐλή, πρβλ. συναυλίζομαι, μοναυλία) τὸ συνοικεῖν ἐν συζυγίᾳ ὡς συνοικεῖ ἀνὴρ γυναικί, συν. ποιεῖσθαι Ἀριστ. Πολιτ. 8. 16. 10.