σφονδύλη

From LSJ
Revision as of 10:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδύλη Medium diacritics: σφονδύλη Low diacritics: σφονδύλη Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΗ
Transliteration A: sphondýlē Transliteration B: sphondylē Transliteration C: sfondyli Beta Code: sfondu/lh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ,

   A an insect which lives on the roots of plants, prob. a kind of beetle, which has a strong smell when attacked, Ar. Pax1078(hex.), cf. Arist.HA542a10 (v.l. σπονδύλη), 604b19, Thphr. HP9.14.3.    II σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ' Ἀττικοῖς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σφονδύλη: ἡ, Ἀττικ. ἀντὶ σπονδύλη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 113· ― ἔντομόν τι τρεφόμενον ἐκ τῶν ῥιζῶν φυτῶν, πιθανῶς εἶδος κανθάρου ἐκπέμποντος λίαν ἰσχυρὰν ὀσμὴν ὁπόταν προσβληθῇ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1077, πρβλ. Schneid. εἰς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 8, 3 (δάφορ. γραφ. σπονδύλη), 8. 2, 6, Θεόφρ. ΙΙ. «σπονδύλη· ἡ γαλῆ παρ’ Ἀττικοῖς» Ἡσύχ. [ῡ, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.]