σφιν
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
σφισι, σφισιν,
A v. σφεῖς. σφισίμολος· διαφορὰ τῆς κινήσεως, Hsch. σφογγιά, σφογγίον, σφόγγος, v. σπογγιά, σπογγίον, σπόγγος.
German (Pape)
[Seite 1051] s. σφεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
σφῐν: σφῑσί, σφῐσῐν, ἴδε σφεῖς.