τυφόω

From LSJ
Revision as of 10:07, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡφόω Medium diacritics: τυφόω Low diacritics: τυφόω Capitals: ΤΥΦΟΩ
Transliteration A: typhóō Transliteration B: typhoō Transliteration C: tyfoo Beta Code: tufo/w

English (LSJ)

(τῦφος)

   A delude, rare in Act., ἐτύφωσ' ἐκ δ' ἔλετο φρένας Alc. 68 (cj. Porson), cf. Plu.2.59a; τ. τινὰ εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Hdn.6.5.10:—but mostly in pf. Pass. τετύφωμαι (aor. Pass. τυφωθείς S.E.P.3.193), to be crazy, demented, ὦ τετυφωμένε σύ Pl.Hp.Ma.290a; ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι D.9.20; οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι Id.18.11, cf. 24.158, Plb.3.81.1, Cic.Att.12.25.2, 1 Ep.Ti.6.4, al.; ἴσως ἔγωγε τετύφωμαι ταῦτα λέγων καὶ τὰ μὴ δεινὰ ἀξιῶ δεδιέναι D.H.6.52; ὁ οἶνος τετυφωμένους ποιεῖ Arist.Pr.873a23, cf. Phld.Mus.p.54 K.; γόητες καὶ σοφισταὶ καὶ τετυφωμένοι καὶ φαρμακεῖς Jul.Or.6.197d; ἀνόητος καὶ τετυφωμένος Luc.Nigr.1, cf. Icar.7, Arr.Epict.4.1.150: c. dat. modi, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις demented, rendered vain, Str.15.1.5; ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς filled with insane arrogance, Luc.Nec.12: Harp. expl. τετύφωμαι by ἐμβεβρόντημαι.    II τυφῶσαι· πνῖξαι, ἀπολέσαι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1166] 1) Rauch, Dampf machen, räuchern, umnebeln. – 2) übertr., Dünkel, Einbildung erregen, hoffärthig, stolz machen, τετυφωμένος, im Ggstz von μέτριος, Luc. Nigr. 1; dah. auch = das Gemüth durch Dünkel od. Stolz benebeln, bethören, verblenden, τυφοῦν τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων, Hdn. 6, 5, 24; – übh. dumm, stumpfsinnig machen, u. pass. betäubt, verdutzt werden, sein, bes. perf. τετυφῶσθαι, Dem. 24, 158 u. öfter; τετυφωμένος, ein Thor, Narr, nach Harpocr. von der plötzlich betäubenden u. der Sinne beraubenden Wirkung des τυφώς (w. m. s.); ὦ τετυφωμένε, Plat. Hipp. mai. 290 a; ἀγνοεῖ καὶ τετύφωται, Pol. 3, 81, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τῡφόω: (τῦφος) περιβάλλω διὰ καπνοῦ, πληρῶ καπνοῦ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφ., πληρῶ τὴν κεφαλήν τινος τύφου, ἀλαζονείας, ἐπισκοτίζω τὴν διάνοιάν τινος, ἀλαζονείαν καὶ τῦφον ἐμποιῶ (πρβλ. τῦφος). Πλούτ. 2. 59Α· τ. τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Ἡρῳδιαν. 6. 5· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετύφωμαι, εἶμαι πλήρης τύφου καὶ ἀλαζονείας, εἶμαι ἐκτὸς ἐμαυτοῦ δι’ ὑπερηφανίαν, εἶμαι παράφρων (πρβλ. τυφώδης), ὦ τετυφωμένε Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Α· ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Δημ. 116. 6 οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι ὁ αὐτ. 229. 1, πρβλ. 719. 16· ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 16· μετὰ δοτικ. τρόπου ἢ ὀργάνου, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις Στράβ. 686· ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς Λουκ. Νεκυομ. 12. (Ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει τὸ τετύφωμαι διὰ τοῦ ἐμβεβρόντημαι, ὡς εἰ ἡ μανία ἣν σημαίνει τὸ ῥῆμα εἶναι ἀποτέλεσμα τυφῶνος ἤτοι θυέλλης μετὰ βροντῶν).