ὑπόφορος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A subject to tribute, τισι Peripl.M.Rubr.16, Plu.2.774c. II with hollow passages, fistulous, Gal.14.681; dub. cj. in Hp.de Arte 10 (ὕπαφρον (q. v.) codd.).
German (Pape)
[Seite 1239] 1) einem Tribut unterworfen, tributpflichtig, Plut. am. narr. 3. – 2) abschüssig, schlüpfrig. – Auch mit hohlen Gängen nach unten hin, fistulös, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόφορος: -ον, ὁ εἰς φόρους ὑποκείμενος, φόρου ὑποτελής, Λατ. tributanius, vectigalis, Χαλκιδεῖς ὑποφόρους λαβὼν Πλούτ. 2. 774C, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων κοίλους ὀχετούς, συρίγγια, ὅσα ὑπόφορα, καὶ κόλποι καὶ ἕλκη Γαλην. 14, 681, 17.