ὠνομάδαται
English (LSJ)
3pl. pf. Pass. of ὀνομάζω, D.C.37.16.
Greek (Liddell-Scott)
ὠνομάδαται: Ἰωνικ. γ΄ πληθ. πρκμ. τοῦ ὀνομάζω, Δίων Κάσσ. 37. 16.
3pl. pf. Pass. of ὀνομάζω, D.C.37.16.
ὠνομάδαται: Ἰωνικ. γ΄ πληθ. πρκμ. τοῦ ὀνομάζω, Δίων Κάσσ. 37. 16.